Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

FESTIVE

she will always be a stove girl



πίσω στο υπόγειο
άναψα τη σόμπα
το καλσόν πάλι σκίστηκε το βράδυ
τα μάτια τσούζουν μολύβι
και μου 'ρχεται στο μυαλό
ο μισάωρος βραδινός ύπνος
δέκα μισή - έντεκα πρωινή
ο ύπνος ο μισάωρος
μισάωρος όλος μαζί δηλαδή
που η καρδιά χτυπούσε τακτακτακ τακτακτακ
και το χέρι ίδρωνε
κι ένα μάτι ήταν ανοιχτό
κι η μισή ώρα πέρασε
σε δύο δεύτερα
σα να 'ταν νύχτα ολόκληρη
όμως πώς φτάσαμε ως εδώ
δεκατρείς οργασμούς
κι ένα "καλό ταξίδι αγάπη μου"
ίσως όλα άρχισαν στη μπλε αλεπού
και τα ιδρωμένα μικρά
ίσως όλα άρχισαν στη βασιλίσσης σοφίας
μόνη περπατούσα μόνη
ίσως όλα άρχισαν στο σταθμό λαρίσης
και τα κλεμμένα ρέστα
δεν έχει σημασία πού αρχισαν όλα, να σου πω
γιατί μετά όλοι χόρευαν
γδύνονταν και κατουρούσαν
η αμαλία με τις μπούκλες
και το κόκκινο κραγιόν που τελικά
δεν λέρωνε
το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου
που έφυγε νωρίς γιατί δεν βρήκε σταφ
το αγόρι με τους καμβάδες
που όλο νομίζεις πως
μπλοφάρει κι όλο του
τη βγαίνεις
κι όλο υποσχέσεις κι όλο φιλιά κι αντίο
η τατιάνα με ροζ
η τατιάνα με υγρά μάτια
όλες χόρευαν
όλοι κοιτούσαν ευθεία
ντουπ ντουπ ντουπ
τα μάτια εκείνα έφευγαν
σε κοιτούσαν
κοιτούσαν πίσω απ' το αυτί σου
θυμωμένα και μελαγχολικά
σε κοιτούσαν κι έφευγαν
κι ύστερα ήταν πρωί
κι η αγγελική έκλαιγε
και φώναζε
και δε χωρούσαμε στ' αμάξι
μπήκαμε αντίθετο ρεύμα
σκίστηκε τότε το καλσόν
έκανε κρύο
στο πρωινό παγκράτι πρωτοχρονιάς
"καλά μας μπήκε και φέτος"
σιχτιριζεις
κι η καρδιά πονάει
κι ο μισάωρος ύπνος δεν αρκεί
γι' αυτό
"καλό ταξίδι αγάπη μου"
και πίσω στο υπόγειο

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

ιστορίες από(π)ληξης






1.
την πέμπτη το πρωί έκανε κρύο
κι ενώ κοιμηθήκαμε τρεις
η μία σηκώθηκε να μαζέψει
ο άλλος για δουλειά
και το πάπλωμα έπεφτε παγωμένο
στα κόκαλά μου
και τα μάτια μου πονούσαν, στεγνά
και το στόμα μύριζε τάδε βόλιουμ αλκοόλ
και σηκώθηκα, τι να 'κανα μόνη
σ' ένα κρεβάτι που κοιμήθηκαν τρεις
και στο άλλο δωμάτιο τα παράθυρα ήταν θολά
κι ο άερας κοπανούσε τα κλαριά
κι η βροχή τα έκανε όλα
αχνά θαλασσί
στο κρεβάτι κοιμόταν μ' ανοιχτό στόμα
κάποιος που σχεδόν θυμόμουν
φόρεσα το καλσόν
κι οι πέρλες στόλιζαν το κενό
πάνω απ' τα γυμνά στήθη μου
κι έσκιαχνα τα μαλλιά
που βρωμούσαν καπνό
και τα μάτια μου είχαν ξεβαμμένο μολύβι
και ροζ γκλίτερ
-κελ ντεκαντάνς ρε παιδί μου-
ώσπου ακούω μουρμουρητά
κι αυτός που σχεδόν θυμόμουν
τώρα με χαζεύει
ψελίζει
"μήπως παίζω σε ταινία του βούλγαρη;"
κι εγώ γελάω
κι ο αέρας δίνει μία
και βροντάει το παράθυρο

2.
την παρασκευή το πρωί έκανε κρύο
κι ενώ κοιμηθήκαμε τρεις
σηκώθηκα να πάω για δουλειά
ο μικρός είχε κουλουριαστεί στη μία άκρη
ο μεγάλος είχε ανοίξει τα μάτια
ούτε αγκαλιές, ούτε φιλιά, μόνο τσάι
με έστειλε να φτιάξω
και το υπόλοιπο σπίτι δεν είχε σόμπα
κι η κουζίνα δεν είχε ζάχαρη
όμως τέλος πάντων
αγίου μελετίου, παραήταν πρωί ρε μαλάκα
αγίου μελετίου, και σε δέκα λεπτά είσαι αττική
κυψέλη - κέντρο του κόσμου
τρία τραγούδια υπόθεση, σου λέω

3.
το σάββατο το πρωί έκανε λίγο κρύο
και το αγόρι πετάχτηκε γιατί δούλευε
-εγώ την έκαψα την εργάσιμη
ποιος πάει να δουλέψεις στις εφτά
ενώ κοιμάται με ξανθό ψηλό με γωνίες,
ρε παιδιά-
φιλιά και τέτοια δεν τα συζητάω
έναν καφέ μου ξεπέταξε
και δεν πίνω καφέ, να σου πω
αλλά τουλάχιστον είχε ζάχαρη
τουλάχιστον φύγαμε μαζί
και λεωφορείο και καλημέρα
και πάει κι αυτός
στην ευχή του θεού

4.
την κυριακή ξημέρωσαν χριστούγεννα
-σιγά μη σας έκανα τη χάρη
να 'χε κρύο ρε κουφάλες
σα πως σας κάνει σενάριο ο ντίκενς-
χριστούγεννα και ήλιος, λοιπόν
κι ανοίγω τα μάτια
κι οι ρυτίδες κύκλωναν τα ματάκια του
ήταν κάποτε το πιο
όμορφο αγόρι του κόσμου
όλα ξεκίνησαν σ' εκείνο το βιβλιοπωλείο
που πήγαινα τ' αγόρια για βουντού
όμως εκεί την πάτησα
σα να λέμε
μου φτιαχνε, κάποτε
φράουλα-αμύγδαλο πρωινό
αργοπορούσε γιατί ξεχνιόταν παίζοντας τρομπέτα
μ' αγκάλιαζε όταν έτρεμα μετά τη δουλειά
-αυτά, τότε
μετά έφυγε
κι εγώ έκλαιγα κάτω απ' το σπίτι του
και του άφηνα γράμματα
γιατί δεν ξέρετε
πώς ειναι να χάνεις
το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου
όμως ξημέρωσαν χριστούγεννα
και τον κοιτούσα κοιμισμένο
"δεν έχεις ιδέα τι πέρασα
για να μπορώ να σε κοιτάω
και να μη νιώθω τίποτα"

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

όπου το πρωί δεν είναι η αρχή της ημέρας








5.12.17

μια δεσποινίς φεύγει
απ' τη σπασμένη μπαλκονόπορτα κρατώντας
ένα ξηλωμένο νιπτήρα
ο κόσμος όλος 
ένα γλειφιτζούρι κι ένας μαύρος τοίχος
τον κοιτάω τον κοιτάω
η ώρα δώδεκα μεσημβρινή
θολωμένα μάτια στους βρώμικους καναπέδες
ένα αγόρι
μάλλον αγόρι
κάθεται σε μια καρέκλα στυλ λουδοβίκου δεκάτου πέμπτου
φοράει δικτυωτή μπλούζα και γούνα
"έχεις κάρτα;"
του δίνω το πάσο
σπάει
βγάζει
"θες;"
χορεύαμε αγκαλιά ντραμ εν μπέις μωρό μου
έλεγες εκείνο το παραμύθι του όσκαρ ουάιλντ
"σ' αγαπώ"
τα μεγάλα λόγια
τις μεγάλες ώρες
από αγνώστους
αυτά πιστεύουμε
κι ύστερα θέλουμε κατεβασμένα στόρια
ένα σαλονάκι στην κυψέλη
σπέσιαλ κ, σπέσιαλ κ
κάποιος καταπίνει όπιο
πλαγιάζει στο κρεβάτι
εσύ πετάγεσαι
τα μάτια του λάμπουν
γέρνουν
είναι τόσο απαλός
εσύ πετάγεσαι
χορέψαμε τέκνο αγκαλιά μωρό μου
και το πρωί
μεταμορωθήκαμε σε αστακούς
ο καθένας τράβηξε 
στο καμ ντάουν του
και κάπως έτσι
καταπληκτικά
δεν θα ξαναβρεθούμε ποτέ

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

εμενα παντα με παιρνει ο υπνος

το σωμα μου ειναι ενας μεγαλος βραχος σε κοιτη ποταμου τα νερα το χτυπανε το προσπερνανε το σωμα μου δεν κουνιεται ειναι βαρυ δεν μπορω να κοιταξω το ρολοι εχω περιορισμενο διαθεσιμο αριθμο κινησεων τα σεντονια ξεστρωνουν το σωμα μου κουβαλαει την ιστορια το σωμα μου γδερνεται στα μαλακα σεντονια το σωμα μου ειναι λεπρο το σωμα μου ειναι σωμα τρελης το σωμα μου δεχεται την εγκαθειρξη ειναι 1780 το σωμα μου στριφογυριζει το δενουν το στολιζουν με ανθρακα το σωμα μου ασυλοποιειται μαζι με αλλα σωματα στην κλασσικη εποχη το σωμα μου κουβαλαει κομματακια ψωμιου κομματακια ιστοριας κουβαλαει την υστερια τη μανια τη μελαγχολια το σωμα μου κουβαλαει την ετεροτητα το αλλο το αλλοτριο το σωμα μου πληγωνεται συγχρονισμενα κειται πανω απο την ιστορια την κοιταει κλοναρια ξεπηδουν απ τους χρονους του πονου και το δενουν το σωμα μου κοιταει τα χρονια να περνουν να το δερνουν να το καινε να το πλενουν μπας και το καθαγιασουν το σωμα μου στριφογυρναει στα σεντονια κι η ωρα περναει παλι δεν θα κοιμηθω νωρις μια ανασα ανεβοκατεβαινει διπλα μου η ανασα στο σβερκο που σημερα με παγωνει η ανασα που μ ενοχλει το σωμα μου πληγωνεται το σωμα μου πληγωνεται το σωμα μου φωναζει μεσα στη σιωπη του δωματιου το σωμα μου προδιδεται απο τις συγκρατημενες κινησεις του τη βαρια ανασα τα πονεμενα πλευρα τα ατακτα ποδια τα αχρειαστα χερια το σωμα μου δεν αντεχει το μαξιλαρι
το σωμα μου χτυπαει την πορτουλα του μυαλου ντροπαλα με συγχωρειτε μηπως μπορειτε να με βοηθησετε το μυαλο κοιταει το σωμα το βαζει μεσα καημενο παιδι εσυ εισαι ξεπνοο το ξερω του λεω βοηθα με το μυαλο βαζει το σωμα μου να κατσει μου δινει μια ζεστη κουπα μου λεει κλαψε κλαψε κλαψε το σωμα μου δε θελει να κλαψει το σωμα μου δεν θελει να εκρηχθει το σωμα μου θελει να ησυχασει να γινει μικρο να μην το προσεχει κανεις θελει να περναει απαρατηρητο να μπορεσει να κοιμηθει γι αυτο ηρθα σε σενα βοηθα με να κοιμηθω λεει το σωμα μου στο μυαλο ειναι αναγκη το ξερεις οτι ειναι αναγκη δεν θα ερχομουν αν δεν ηταν αναγκη το μυαλο χαιδευει το σωμα του λεει σωπα καθεται οκλαδον κλεινει τα ματια σφικτα πολυ σφικτα το μονο που ηχει ειναι η τσαγιερα στη βραση ξαφνου μια μικροσκοπικη εικονα εμφανιζεται μας τριγυριζει αχνη μικρη ομως πλησιαζουμε ομως μεγαλωνει η εικονα μεγαλωνει σα να ζουμαρουμε σε χαρτη το σωμα μου κοιταει βλεπει μια γρια καπου την ξερω αυτη τη γρια μια γρια στεκεται ορθια με καπα ν ανεμιζει κραταει ενα ραβδι που κοιταει τον ουρανο τα ποδια της ειναι τεντωμενα πατανε με δυναμη στο χωμα απ το ραβδι της βγαινει μια ασπρη γλιτσιασμενη λωριδα το σωμα μου κοιταει η λωριδα ανεβαινει ανεβαινει στον αερα πολυ ψηλα πολυ πολυ ψηλα φτανει απο πανω μας και σχηματιζει ενα κελυφος μια ασπιδα το μυαλο ρωταει το σωμα ποιους θες να καλεσω πες μου ποιοι θες να στοιχηθουν κοντα σου το σωμα δε μιλαει το σωμα σκεφτεται το χουμε ξανακανει αυτο το μεγαλο τραπεζι των σοφων θυμασαι ναι θυμαμαι αλλα τωρα τα πραγματα ειναι διαφορετικα διπλα στη γρια εμφανιζεται μια αλλη γυναικα σιμον! αναφωνει το σωμα καλο μου παιδι λεει εκεινη η σιμον παιρνει αγκαλια το σωμα ποναει το ξερω οτι ποναει ειμαστε ολες μαζι σου ειμαστε ολες εδω λεει και υψωνει το ραβδι της μια λευκη νοτα ξεπεταγεται και τρεχει να ενωθει με το κελυφος απο πανω μας ξαφνου το συμπαν τρανταζεται το κρεβατι ειναι κρυο η ανασα γυρναει απ την αλλη το δωματιο ειναι σκοτεινο το σωμα μου φοβαται θεε μου τι φρικτες σκεψεις θα μεινεις μονη σου θα σε παρατησουν ολοι θα περιπλανιεσαι χωρις προορισμο ποια νομιζεις οτι εισαι τι νομιζεις οτι κανεις δεν βγαζεις νοημα δεν εχεις νοημα δεν εχεις σκοπο δεν εχεις τιποτα οχι! ακουγεται μια φωνη η εικονα επιστρεφει πρεπει κι εσυ να βοηθησεις μεινε εδω σκεψου το εδω μην αφεθεις στους κλυδωνισμους μεινε μαζι μας και θα σε προστατεψουμε μεινε εδω ποιους αλλους θες να καλεσω σκεψου ποιοι αλλοι θες να ειναι εδω αρχιζουν και εμφανιζονται μαζι ολοι μαζι προσγειωνονται στο χωμα ριζωνουν τα ποδια τους μου χαμογελουν και στρεφουν τα ραβδια τους στον ουρανο ενισχυοντας την ασπιδα ειναι ολοι εδω ο φιοντορ η ροζα καλη μου ροζα τη νυχτα των γενεθλιων σου αποφασισες να ρθεις εδω γυναικες ριγμενες στη φωτια δολοφονημενες πορνες γατες η νταιζυ ποσα χρονια εχεις να μου γαυγισεις νταιζυ η μητερα μου ειναι ολοι εδω χαμογελανε με κοιτανε με προστατευουν λειτουργει βλεπεις οτι λειτουργει ομως οχι ο κοσμος τριζει σεισμος σεισμος το συμπαν τριζει το συμπαν καταρρεει ο πυργος γκρεμιζεται συθεμελα το χαρτι πηρε φωτια καπνος καπνος το σωμα μου δυσκολευεται να υπαρξει στο κρεβατι θελει να πεσει να χτυπησει στα ξυλα να σκιστει στις γωνιες των τραπεζιων να αποκτησει ολοδικους του μωλωπες το σωμα μου δεν αντεχει δεν σηκωνει αλλη ιστορια το σωμα μου εχει ταπεινωθει εχει παρει φωτια κι η γουνα του αναβληζει καρβουνο
τι εκανες γιατι δε με βοηθησες τι εγινε το σωμα μου σπαραζει χυνεται το τσαι το μυαλο σηκωνεται βηματιζει ισως τα πραγματα ειναι χειροτερα απ οτι νομιζα λεει το μυαλο ακουμπαει στο μετωπο το σωμα μου καημενο παιδι λεει κοιταει μια στιγμη την τσαγιερα ανακατευει το μυαλο πιανει τα χερια του σωματος μου πού θελεις να παμε ρωταει παυση παυση τικ τοκ τικ τοκ σ αυτα που εζησες παυση ή σ αυτα που θα ζησεις τικ τοκ τικ τοκ το σωμα μου δεν προλαβαινει να ψελλισει μια δινη μας τυλιγει μας σηκωνει μας γυρναει μας ξερναει σ ενα πατωμα το σωμα μου κοιταει τριγυρω το ξερω αυτο το δωματιο μυριζει κανελα μυριζει κανελα θεε μου μυριζει κανελα σηκωνεται το σωμα μου επιτελους ζεσταινεται τριβει τα ακρα του κοιταει το χαμηλο κρεβατι το ξυλινο γραφειο μπροστα στο παραθυρο θεε μου τι υπεροχη νυχτα το φεγγαρι το δασος οι κουρτινες απαλα τα κρυβουν η υγρασια στα τζαμια το δωματιο μυριζει κανελα και καλοριφερ μια στιγμη οχι παρε με απο δω το σωμα μου κολλαει το κεφαλι στον τοιχο δε θελω να το δω δε θελω να ειμαι εδω αυτο περασε δε θελω να βρισκομαι εδω αυτα πανε φυγανε δεν ξαναγυρνουν το σωμα μου σφαδαζει αναβλυζουν δακρυα γιατι δεν ξαναγυρνουν γιατι κλειδωστε με για παντα εδω ή αφηστε με να φυγω σε λιγο θ ανεβουμε τις σκαλες μια παλαιοτερη εκδοχη του σωματος μου κι ενα αγορι με πολυ πολυ μακρια μαλλια θ ανεβουμε τις σκαλες θ αρχισει μια απ τις ομορφοτερες νυχτες της ζωης μου δε θελω να ειμαι εδω παρε με παρε με παρε με παρε με ας καουν οι γεφυρες που με συνδεουν μ αυτη τη νυχτα αφου δεν ειναι γραφτο να την ξαναζησω παρε τα φαντασματα μακρια μου οχι οχι το μυαλο παιρνει το σωμα μου μια νεα δινη μας τυλιγει μας σηκωνει μας γυρναει μας ξερναει σε μια λεωφορο ειναι βραδυ κραταω φαι βρεχει η φιγουρα μου ειναι σκοτεινη πού βρισκομαι δεν εχω ξαναβρεθει εδω λεει το σωμα μου ακριβως λεει το μυαλο ειναι αυτα που θα ερθουν δεν εχεις ιδεα τι σε περιμενει στη γωνια των χρονων που ερχονται καλο μου παιδι ολος αυτος ο πονος θα σε βοηθησει να στριψεις θα σε βοηθησει να σηκωσεις το ενα ποδι και να το βαλεις διπλα στυ αλλο ολος αυτος ο πονος θα σου λειανει τις γωνιες θα σου σφιξει το στομαχι θα σε κανει λαμπερη υπεροχη ετοιμη να υποδεχτεις πρωινα σ ολες τις ακρες του κοσμου σ ολες τις ακρες της ευαισθησιας σου μια μερα ολα αυτα θα ευωδωσουν καλο μου παιδι ερχονται μερες ερχονται νυχτες εχεις ζησει τοσα κι ομως δεν εχεις ζησει τιποτα το σωμα μου αναπνεει οι ποροι του ανοιγουν μια γλυκαδα το ζεσταινει τα πιο ομορφα αγορια τα πιο εξυπνα κοριτσια κρεβατια πατωματα χαλια μοκετες πολυελαιοι τακουνια χωρια καταρρακτες τρενα ερημιες καταφαση στον ερωτα καταφαση στον ερωτα καταφαση στον ερωτα οσες λεξεις κι αν σου αρθρωσω ειναι λιγες γιατι σταματουν σ αυτα που εχεις ηδη δει ομως αυτα που δεν εχεις ακομα δει θεε μου καλο μου παιδι το σωμα μου αφηνεται το σωμα μου απαλα ναρκωνεται το σωμα μου βολευεται στην ακρη του κρεβατιου το σωμα μου αγκαλιαζει το μαξιλαρι την κουβερτα το σωμα μου αποκοιμιεται