Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

όπου προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει

πιέζω τον ιάσονα να μάθει να τονίζει
προσπαθώ να μαζέψω τον εαυτό μου και να πατήσω το πλήκτρο του τόνου πριν το γράμμα
οι τόνοι κουβαλούν αυτή την εξουσία
δομικά παιδιά της γλώσσας, της μητέρας των εξουσιών
κι εγώ να μην έχω ιδέα για τίποτα

δεν ξερω τι σημαίνω
δεν ξέρω γιατί καυλώνω
δεν ξέρω γιατί το εσωτερικό των μηρών μου πονάει
δεν ξέρω γιατί αποφεύγω
δεν ξέρω γιατί με καλεί το κρεβάτι για τους λάθος λόγους
δεν ξέρω πότε πρόλαβα να κουραστώ απ' την ηρεμία
δεν ξέρω αν έζησα ποτέ τα τελευταία έξι χρόνια κάποια ηρεμία
δεν ξέρω πότε πέρασαν έξι χρόνια απ' τα 18
δεν ξέρω τι θα γίνει αν πεθάνεις
δεν ξέρω γιατί συνεχίζω να ζω
δεν ξέρω πώς θα μοιάζει ο έρωτας αύριο
δεν ξέρω γιατί απομακρυνόμαστε
δεν ξέρω πού πάει η μαγεία
δεν ξέρω γιατί χτυπάω τα πόδια μου κάτω
δεν ξέρω γιατί σταμάτησα να κόβομαι
δεν ξέρω πώς στέκομαι, πώς μοιάζει το σώμα μου, πώς ακούγεται η φωνή μου, τι είναι αυτό που λέω, τι θέλω απ' την ζωή, αν μπορώ να κρατήσω την ζωή απ' τα μαλλιά, πώς πνίγεται η αυτοπεποίθηση
δεν ξέρω γιατί νιώθω να υπάρχω μόνο στην μπάρα και στην τουαλέτα του καφενείου
για να ξυπνάω το επόμενο πρωί με κεφάλι που φλέγεται από πονοκέφαλο, υπερθερμία και όνειρα
δεν ξέρω γιατί δεν θέλω να είμαι πουθενά
δεν ξέρω γιατί δουλεύω
και διαβάζω νεκρούς τύπους που μου γαμάνε το μυαλό
και συνεχίζω να δουλεύω
και ματαιώνομαι που δουλεύω αντί να διαβάζω
και δεν μπορώ να διαβάσω γιατί νιώθω πως δεν έχει νόημα
και συνεχίζω να δουλεύω
και τα μάτια μου αδειάζουν
και δεν υπήρξα νηφάλια πάνω από τρεις μέρες τα τελευταία τρία χρόνια
και συνεχίζω να δουλεύω
μέχρι να γίνει τελικά η φυσική επιλογή
από δουλειά, από διάβασμα ή από πιωμα
κατι απ' αυτα θα με παρει απ' το χερι και θα μου δειξει την εξοδο
εγω θα πω "ευχαριστω, παντα το 'ξερα"
και θα παω να ζησω την ζωη που ζουνε ολοι
κι οταν δω πως δεν μπορω να κυκλωσω ουτε αυτον τον κυκλο
όλα θα εχουν πια λυθει

ολα επιστρεφουν
καποιες φορες πολυ πιο γρηγορα απ' οτι τα θελαμε
κι αν αυτο ποναει
ε, ξερεις -τέικ ιτ ορ λιβ ιτ

να κρατατε τις χαρες
τους ανθρωπους
τις ανεσεις σας
και ολα τα στρωμενα χαλια που σας επιτρεπουν να περπατατε
να κρατατε τα χαμογελα και τα προβληματα που λυνονται μ' εναν υπνο
κι αφηστε μονο 
λιγο χωρο για σουλατσο στα καλα νεκροταφεια
μην το πολυσυζητησουμε τωρα 
η επιβεβαιωση της πραγματικοτητας συχνα ειναι το μεγαλυτερο φορτιο

υ.γ.: σήμερα ξυπνησα και το σωμα μου μυριζε οπως το δικο του. τοξικοτητα, ιδρωτας και βρεγμενο μαξιλαρι. μονο που εγω δεν εβαλα σε κανεναν τις φωνες. ισως γιατι το μονο εμβιο κοντινο πλασμα ηταν ο σκυλος.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

όπου απ' το μηδέν στο εκατό

Ο Δημήτρης με κοιτούσε απ' την άλλη άκρη της μπάρας του Λα Λούνα. Τον πέτυχα τις προάλλες, εγώ πήγαινα για δουλειά κι αυτός γυρνούσε, κοιταχτήκαμε φευγαλέα μέσα απ' τον καθρέφτη της μηχανής, σταμάτησε, έκανα να τον αναγνωρίσω ένα τσακ, του λέω τι κάνεις εδώ, να τα πούμε. Ο Δημήτρης οκτώ παρά το πρωί πάνω στη μηχανή του, γυρνώντας από δουλειά, απάντησε "έχω κοπέλα", κι όταν κάποιος το λέει αυτό οκτώ παρά το πρωί γυρνώντας από δουλειά, σημαίνει πως το εννοεί. Την τελευταία φορά που τον είχα δει, δεν θυμόμουν τ' όνομά του, θυμόμουν όμως τι τατουάζ είχε στο μπούτι. 
Ο Δημήτρης με κοιτούσε απ' την άλλη άκρη της μπάρας του Λα Λούνα, το χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλο, ελαφρύ χαμόγελο και με κάποια σκέψη πίσω απ' το κούτελο. Όταν τον γνώρισα το κοντέρ έγραφε 2017, δεν ήξερα πού μου πάν' τα τέσσερα, δούλευα σε σουβλατζίδικο και έκανα ό,τι μπορούσα για να μην γυρίσω ποτέ σπίτι. 

Στο Λα Λούνα μας αφήνουν να μπαίνουμε πού και πού τσάμπα, γιατί ξέρουν πως δουλεύουμε στο νησί. Στο Λα Λούνα πετυχαίνω τον υπεύθυνό μου, καμιά φορά και το αφεντικό μου. Το αφεντικό ρωτάει "ποιος ανοίγει το πρωί;", η απάντηση είναι πάντα "εγώ". Αυτός κουνάει το κεφάλι σε στυλ "α, καλά", εγώ του λέω "κύριε πέτρο, όταν βγαίνω ξέρετε πως στη βάρδια είμαι κυρία", εκείνος μου σφίγγει το χέρι "αυτό στο δίνω", και αλλάζουν οι δρόμοι μας. Κι εγώ πάλι έχω δώσει λογαριασμό σ' έναν μαλάκα που με αγοράζει εφταήμερο εννιάωρο σχεδόν τσάμπα, λογαριασμό για το πώς θα την παλέψω μέχρι να επιστρέψω στο μαγαζάκι του. Ο υπεύθυνος, απ' την άλλη, μου λέει "τι ώρα είναι αυτή;", του απαντάω "έχω αϋπνίες ρε μαλάκα" και μετά θυμάμαι πως δεν μιλάμε έτσι στον υπεύθυνο -"συγγνώμη για το μαλάκα", "δεν πειράζει, έξω απ' τη δουλειά μίλα όπως γουστάρεις" μιλάνε τα δυτικά προάστια από μέσα του, του λέω "τζέρι, θα 'μαι κυρία αύριο" ξαναδίνω λογαριασμό εγώ, "λίγο προσοχή με το pda" λέει και τελειώνει η κουβέντα. 

Στο δρόμο για το Λα Λούνα, κατουράμε πίσω απ' το τειχάκι, περπάταμε δίπλα δίπλα με την Κορίνα και σηκώνουμε τα μάτια ψηλά πάνω απ' τον λόφο για να δούμε τι παίζει με τ'αστέρια.  

Τα μάτια μου στάζουν πάνω απ' το πληκτρολόγιο, κάτι μέσα μου φυσάει και δεν αφήνει τίποτα σε ησυχία, νιώθω πως οι πέτρες στην κοιλιά μου κουνιούνται κι όταν γυρίσω πίσω θα κοιτάζω αλλιώς. Καταπίνω χειμώνα και ξερνάω καλοκαίρι, κι αν με ρωτάς δεν ξέρω αν το εννοώ με την καλή την έννοια. Θέλω να βρέξω τα πόδια μου, κι όχι να μετράω τις μέρες αντίστροφα. Ακόμα χειρότερα, δεν θέλω να επιστρέψω κάπου που οι μέρες για το τέλος δεν θα 'χουν τελειωμό. Γιατί εδώ, παρά την κούραση, το άγχος, το ότι η Κυριακή είναι μακριά, το ξύπνημα εφτάμιση το πρωί, το 0-100 της καθημερινότητας, τα αγόρια που κανένα δεν μ' αρέσει πραγματικά, εδώ ξέρω πως είναι ένας λαβύρινθος με ημερομηνία λήξης. Ένα παιχνίδι του οποίου οι λύσεις είναι γραμμένες ανάποδα στο τέλος του τεύχους. Στην Αθήνα αυτό που έχουμε λέγεται ζωή, εντ δε σιτ ις σίριους. 

Στο Λα Λούνα πάω κουρασμένη, κοιτάζω γύρω μου, νιώθω την ανάγκη για να πιω ν'ανεβαίνει στη μύτη, στα χείλη και στα δάχτυλά μου: ξέρω την τελετουργία απ' έξω κι ανακατωτά, κι είμαι σε στέρηση. Φεύγω κουρασμένη, και κάπως χαρούμενη. Το να βλέπεις την ανατολή είναι συνήθως μια καλή αρχή, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δουλεύεις σε μία ώρα. 

Το μόνο πραγματικά σίγουρο είναι ένα: η Κορίνα μοιάζει με την θάλασσα. Μα για να το καταλάβετε, πρέπει να φάτε σοκολάτες μαζί της στις τρεισίμιση το βράδυ. 


Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

όπου ο καλός ο παίχτης ξαναρίχνει τα ζάρια χωρίς να περιμένει

 σκέψεις που θυμίζουν τζετ-πακ
σκέψεις που μοιάζουν με αλεξίπτωτα
υποτιτλισμός, ραπ, δύο δουλειές, διάβασμα για πάντα
συνελεύσεις , καινούργια στυλό, λάιβς, ξανά διάβασμα
από το παιχνίδι με το τετράχρονο στο φρέντο εσπρέσο μέτριο 
ένα σπίτι που μου δίνει χώρο
ένας συγκάτοικος που κοιμόμαστε στο πάτωμα
φοβόμουν μην γίνω ο παλιός μου εαυτός
τελικά χρησίμευσε για προσάναμα σε κάτι που δεν καίγεται
ανακαλύπτω αναγκαία όρια, τα κοιτάω να σχηματίζονται
μια ελπίδα να μην μεταμορφωθούν σε άμυνες
είμαστε με το συναίσθημα
με την ακεραιότητα και με το θρυμμάτισμα
αγόρια γύρω στα σαράντα, αλλά ξέρω πια τι είναι αυτό που δεν ζητάω
αγόρια γύρω στα τριάντα που τους αρέσει ο ιδρώτας μου
ταχυκαρδία ξανά, δηλαδή μπορώ ακόμα, δηλαδή "σταμάτα
να κάνεις κάθε φορά έτσι" λέει η μπάρα
όμως πέραν του ότι δεν είναι ποτέ "έτσι", γιατί κανένα "έτσι" δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο
σήμερα είναι λιγότερο "έτσι" από ποτέ

με την κυριακή έχουμε τσιγάρα εναλλάξ
έχω βγάλει μιάμιση βδομάδα με τρίμματα καπνών που φυλάω για τις αφραγκίες
μέχρι να φτάσει η καύτρα στο χτένι 
και να αναγκαστώ να πάω περίπτερο
το πέμπτρο καλοκαίρι στην αθήνα έχει κάτι που θυμίζει τα υπόλοιπα
σεντόνια λερωμένα από σώματα που δεν θα πείραζε και να έλειπαν
ένα χειμωνιάτικο αγόρι 
δουλειά μέχρι τ'αυτιά, κι όμως
όλα τα παλιά "έτσι" 
έχουν γίνει μπάλα στα πόδια μου, γιατί
ξυπνάω για πάρτη μου, γιατί
κρατάω το σώμα μου όσο αυτό με κρατάει απ' τα μαλλιά
κι είναι, για πρώτη φορά, μια σχέση ισότιμη μεταξύ μας
χρωστάω μέιλ, πρόβες, εργασίες
αλλά τίποτα δεν μπορεί να μου πει πια πως δεν είμαι αρκετή
τίποτα δεν θα με κάνει να χτυπήσω τις κλειδώσεις στον τοίχο μέχρι να ματώσουν
τίποτα δεν θα με κάνει να κόψω το στήθος, τα μπούτια ή τα χέρια μου
γιατί δεν ζητάω αυτό που δεν είναι εδώ
γιατί η έλλειψη είναι κομμάτι της σελήνης χωρίς το οποίο δεν θα ήταν ολόκληρη
γιατί με κοιτάζω με μάτια γεμάτα 
κι όταν κουράζομαι, μπορώ επιτέλους να φύγω
μπορώ να φύγω σημαίνει διαλέγω
διαλέγω σημαίνει ξυπνάω έχοντας συνείδηση του πού πάει η μέρα
κι ας είμαι χαμένη στις εκατομμύρια κουκκίδες που φτιάχνουν τον χάρτη του μήνα 
κι ας την βγάζω με εφτά ή δεκαεφτά ευρώ τη μέρα
έχω πληγώσει κάθε μου κύτταρο για να μπορώ να στέκομαι εδώ
και να με κοιτάω, και να σας χαζεύω
κι ας μην έχω αποδεχτεί τον θάνατο, κι ας ακουμπάω στις ανασφάλειες
κι ας έχω τύψεις, φοβίες το βράδυ, ριταλίν και ζάναξ δίπλα στο κρεβάτι
ξέρω
πως μου αξίζει να είμαι παρούσα, πως μπορώ να δίνω μέχρι εκεί που φτάνω
πως όλα επιστρέφουν διαφορετικά 
και γι' αυτό θα ξαναρίξουμε τα ζάρια χωρίς να περιμένουμε εξάρες 


Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

όπου κάποτε κάποιος με πήρε απ’το χέρι


κοιτα πώς ηρθε η ιστορια

να μενω τωρα εκει 

που εσυ παλια μοιραζες γραμματα

να περπαταω δρομους 

μπας και τους μαθω στα τυφλα και γινει λιγο γειτονια

οπως περπατουσες δρομους για μηνες μεχρι να φτασεις να φτιαξεις το τελειο δρομολογιο

που με λιγη εκπαιδευση θα το εκτελουσες γρηγορα

μπας και μεινει λιγη πληρωμενη ωρα να καψεις

ετσι, μεσοβδομαδα παραδοση λογαριασμων και ειδοποιητηριων 

και παρασκευη με κυριακη 

δυτικα - ανατολικα προαστια

ρηματα, ανασφαλειες και κιτρινη λαμπα 


οταν ολα αυτα τελειωσαν

μετακομισες στο πιο μακρινο νησι του κοσμου

εκοψες τα μαλλια σου

μετα απο μηνες με υποδεχτηκες με κοκκινο πουκαμισο

στο μαντσεστερ με κρατησες σε βρεγμενες υπογειες τουαλετες

ενω πεσμενη στα γονατα πιστευα πως θα πεθανω πισω απ την πορτα

στην κυψελη μου φερες το παλιο μου κρανος, μη και παθαινα τιποτα τωρα που μαθες οτι θα ξαναμουνα συνοδηγος 

στο παγκρατι φετος φορεσα πρωτη φορα γι αυτο τον χειμωνα τις αρβυλες που μου χες κανει δωρο


το βλεπουμε κι οι δυο το μοτιβο

και γιατι αυτη η δυναμικη δεν μ αφηνει πια να εχω καμια απαιτηση 


εσυ παντα στεκεσαι πανω απ τις περιστασεις

εγω εμφανιζομαι σε βιντεο κλησεις κλαιγοντας μια τυχαια μερα του μηνα

κι ισως η σοβαροτερη στοχοθεσια ενηλικιωσης

να ειναι η στιγμη 

που θα κανω περα τις μαλακιες

και θα προλαβω να σε φροντισω 

οταν παλι δεν θα το εχεις αρθρωσει




Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

όπου πάει ο καιρός και φεύγει

αν προσπαθήσω να πιάσω το νήμα, θα δυσκολευτώ ν' αγγίξω την άκρη. 
ξέρω πως πάει πίσω, μπουρδουκλώνεται στους διαδρόμους, και χάνεται μακριά στα σκοτάδια που δεν είμαστε φτιαγμένες να μπορούμε ν' ανακαλέσουμε. 
ξέρω πως αυτό το νήμα, όπως όλα τα σημαντικά νήματα, με κρατά γερά στις πέτρες που 'ναι θαμμένες στην κοιλιά μου, ένα νήμα που τεντώνει κάθε μέρα, θυμίζοντας τον βυθό κάτω απ' την επιφάνεια.
η μαριανίνα κριεζή μου φτιαξε χάρτες. χάρτες λεπτομερείς κι ανάγλυφους, δημιουργώντας κάτι εντελώς πραγματικό, μέσα απ' την εξουσία του εντελώς συμβολικού: τις λέξεις. 
έχω ζήσει μόνη στους στίχους της, έχω δει τον έρωτα να γίνεται λουλούδι που αυταναφλέγεται (γεια σου λακάν!), την δυνατή μοναξιά να παίρνει μορφή ποταμιού από γιαούρτι, έχω χτυπήσει τα πόδια μου ξανά και ξανά και ξανά. κι ήταν κι άλλοι εκεί, άλλοτε ο χατζιδάκις στη διεύθυνση, συχνά η πλάτωνος στη μουσική. κι όταν άκουσα πρώτη και μία φορά το ρόζα ροζαλία να εκφέρεται σε λάιβ απ' την γιαννάτου, και το σαμποτάζ απ' τον παλαμίδα, ένιωσα τον κύκλο να κυκλώνει. εκείνο το βράδυ μείναμε ξύπνιοι ως τις εφτά κάπου μακριά απ' το κέντρο, πέσαμε για ύπνο με ταχυκαρδίες, ο μ. δεν ξύπνησε ποτέ να πάει για δουλειά και πάλι τον έψαχναν, κι όταν καταφέραμε να πάρουμε τα πόδια μας, κυνηγούσαμε κάποιο κυριακάτικο λεωφορείο απ' την άκρη του πουθενά στα σπίτια μας, με μαύρους κύκλους, σπασμένες μούρες, και ένα πρώτο σ'αγαπώ. 
και πάλι, η αξία όλων αυτών βρίσκεται εκεί, την ίδια στιγμή που εξαφανίζεται: τα σημαντικά έργα βρίσκουν τους τρόπους τους να μας κρατάνε παρέα σε όλες μας τις αντιφάσεις. περνάνε χέρι με χέρι, αγκαλιάζουν μια συνθήκη και μετά την επόμενη, σφίγγοντας την καρδιά και το χέρι μας και μεγαλώνοντας μέσα μας, μαζί με μας. επιστρέφουν, κυλάνε από κάτω μας, κυλάμε μαζί στα χρόνια, μας θυμίζουν, συγχωρούν και ξεχνάνε ευκολότερα και καλύτερα από μας, δηλαδή μας διδάσκουν. 

έψαχνα καιρό αφορμή να γράψω, αλλά συνήθως κέρδιζε το διάβασμα ή ο ύπνος. κι αφού όλα τα προσλαμβάνουμε μέσα απ' τους δύστροπους φακούς των γενικά δύστροπων ζωών μας, ο θάνατος της μαριανίνας κριεζή μου χτύπησε άλλη μία καμπάνα υπενθύμισης της απώλειας. όμως, στο βάθος της απώλειας, αν όλα πάνε καλά, υπάρχει πάντα ένα πράγμα: η αναγκαστική, ευτυχής και δυστυχής, παραδοχή πως όλα συνεχίζουν τρέχοντας, αφήνοντας πίσω μια γραμμή νεραϊδόσκονης και μια υπόσχεση επιστροφής με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί, σε μέρες που το δέρμα και η αναπνοή μας θα έχουν αλλάξει.