Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

όπου κανείς πρέπει να μπορεί να διακρίνει

αν έπρεπε να απαντήσω,
τα καλύτερα ποιήματα τα έγραψα στα δεκαεπτά 
κι αν έπρεπε να ψάξω από πού ήρθαν όλες οι εικόνες
μέσω των οποίων σε ερωτεύομαι, τοποθετώντας σε στο μέλλον,
ξέρω πως βρίσκονται σε λέξεις νεκρών που δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει
κι αν, τέλος, έπρεπε να μαντέψω 
πού έχω παρατήσει την συμβολική γραφή
θα έλεγα κάτω από ένα κίτρινο φόρεμα
ή στον κόκκινο διάδρομο ενός μεσημεριάτικου σπιτιού

κάτω απ' την παπουτσοθήκη 
ακούω τον χρήστο να λέει "μας δείχνεις συνέχεια πού πετυχαίνεις
ίσως ήρθε η ώρα να κάτσεις να δεις πού αποτυγχάνεις"
γιατί ο χρήστος μπορούσε τότε να δει
πως πίσω από το φεύγω, τα παρατάω όλα, αφήστε με ήσυχη
κρυβόταν το αναμμένο φως στις σκάλες του γραφείου
οι αποτυχημένες προσπάθειες να λιποθυμήσω στην τάξη 
οι σκοτοδίνες εννιά χρονών στο πάτωμα
η μασσαλία το 2022, 
τα βαλκάνια το 2018, 
τα πάρτι για πάντα, 
η δονούσα το 2022, 
ο πειραιάς το 2020, 
η άκρη της παραλίας της σπιάντζας το 2019, 
η αντίπαρος το 2022,
η τήνος το 2023,
το μάντσεστερ το 2018,
το μάντσεστερ το 2019,
το κολωνάκι το 2016
-όχι-

ο χρήστος δεν θα μπορούσε να τα ξέρει όλα αυτά
εγώ δεν τα ήξερα όλα αυτά
εγώ τα έμαθα, να, τώρα
πάντα νωρίτερα από 'σας
πάντα γρηγορότερα
και με τόση απόσταση από το τελευταίο σας βήμα, που,
έχει πάψει αυτή η κούρσα να γίνεται για την έκπληξη στα μάτια σας, όχι
η έκπληξη αυτή είναι το δεδομένο πριν την προσπάθεια νεύματος από μεριάς μου
κάθε φορά, ξέρω
κάθε φορά, η ίδια έκπληξη, 
κι όμως,
όλα αυτά έγιναν 
όλα αυτά γίνονται
για να μπορώ να συνεχίζω να βάζω το ένα ποδί μπροστά από το άλλο
όπως βάζω την μία λέξη μετά την άλλη,
και νιώθω τα μάτια τους να με κοιτάνε σαν να βγήκα απ' το ντεθ νόουτ
και νιώθω τα μάτια μου να τρέχουν από συγκίνηση
από ευγνωμοσύνη, από αναγνώριση
τα νιώθω να τρέχουν
όλο και λιγότερο από θλίψη

κι αν κάποιος πιστέψει για λίγο πως βρήκα την άτρωτη σανίδα
με την οποία μπορώ να περνάω μέσα απ' τα κύματα
θα διακόψω ευγενικα: "δατς νοτ δε κέις", γιατί
κάθε φορά που τα μάτια μου προσπαθούν να τρέξουν από στεναχώρια
μετράω ένα 
δύο
τρία
τέσσερα
σχεδόν πέντε 
μικρά 
δάκρυα
να φτάνουν διακριτικά ως την αρχή του χείλους μου
ίσα να βουλώνει η μύτη μου, 
ίσα να κοκκινίζω
σχεδόν πέντε μικρά δάκρυα πιο κοντά
στο να σπάσει το μούδιασμα
κάθε λυπημένο δάκρυ
είναι ένα χτύπημα με το μικρό μου σφυρί
στην τζαμαρία που με κρατάει μακριά απ' τον κόσμο
μακριά από σένα
μακριά από αυτά που έμαθα και δεν θέλω να ξαναμάθω
κι ίσως πια
να μην κυνηγάω τους τοίχους,
τα ψαλίδια, τα σπασμένα τζάμια,
ίσως να μην χρειάζομαι πεταμένες καρέκλες,
κόκκινα πρόσωπα ή ηρεμιστικά
αλλά τα λυπημένα δάκρυα
είναι ό,τι μου 'μεινε να θυμάμαι 
από τις προσπάθειες αγχώδους σύνδεσης με τον κόσμο
είναι ό,τι μένει στο μαξιλάρι όταν σβήνουν όλα τα υπόλοιπα
είναι η κατευναστική απόδειξη
πως όλα είναι ακόμα εδώ, 
και περισσότερο απ' όλα, 
εγώ

ο χέγκελ έγραφε για τον σέλλινγκ πως
ήταν χαμένος σε μια νύχτα τόσο σκοτεινή 
που οι μαύρες γάτες δεν μπορούσαν να διακριθούν
για να έρθει, χρόνια μετά, κάποιος άλλος να ρωτήσει
λιγότερο για λογαριασμό του σέλλινγκ, 
περισσότερο για όλων των υπολοίπων,
πώς αντιμετωπίζει κανείς μια τέτοια νύχτα

κι αν έπρεπε να απαντήσω,
θα έλεγα πως έρχομαι από μια παράδοση μαγείας
η οποία ήξερε πότε να συλλέγει το φως 
του περιβάλλοντος χώρου
στην τσέπη της
γιατί ήξερε πως κάποια πράγματα 
χρειάζονται σκοτάδι
έτσι, καμιά φορά,
κυκλοφορούμε με το φως όλου του κόσμου 
μέσα στο τζιν
καθόμαστε με τους φόβους μας
κρατάμε το χαρτί που έπεσε μόνο του απ' την τράπουλα κοντά
συγκεντρωνόμαστε στην ανάσα μας
κι ίσως τότε βγαίνει επιτέλους η προφητεία
που ήθελε ο χειρότερος φόβος ενός παιδιού να είναι ο ίδιος ο φόβος

η πιο παλιά,
η πιο βασική μορφή μαγείας,
μοιράζεται κάτι με την φιλοσοφία,
μοιράζεται κάτι με μας:
μπορεί να βλέπει φαντάσματα


 
 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου