Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

κολωνάκι [1]



πενήντα σεντς το χαμόγελο
ενάμιση ευρώ η κουβεντούλα
καθώς στροβιλίζεσαι με δίσκους
ρωτώντας τους αδαείς
τι διαβάζουν
κι απαντώντας τους σε ερωτήσεις
για τον ωφελιμισμό.
εξάλλου
όταν έλυσες τα μαλλιά
όταν τόνισες τα μάτια
όταν έσκιαξες το φόρεμα
-στον πέμπτο καφέ της ίδιας ημέρας-
ήξεραν.
σκόνη κάτω από τα νύχια
πρήξιμο πάνω απ' τον αστράγαλο
πόνος ψηλά στη λεκάνη
-τα ενθύμια πόνου είναι πολλά.
το μεϊκ απ αφήνει σημάδια
τα σταράκια λυγίζουν το πέλμα
οπότε
βάλε άλλη μια βότκα.
είναι σάββατο βράδυ
παραγγέλνουν μοσχοφίλερο και χέιγκ
τζιν τόνικ και μοσχάτο ντάστι
κάθε τραπέζι και νούμερο
κάθε ποτήρι στη λάντζα
ένας γεμάτος δίσκος για σένα 
κι υπεραξία στην τσέπη του αφεντικού.
βάλε άλλη μια βότκα
γιατί δεν αντέχεις άλλο
χαμογελάς και χάνεις το άθροισμα
μπερδεύεις τα ρέστα
αγχώνεσαι
θες να κρυφτείς
μα είσαι τόσο όμορφη
θα σε βρουν κι εσύ
θα κλαις
-όχι.
το τρίτο άυπνο βράδυ τελειώνει
κι εσύ θα κρατήσεις
μια μέθη κούρασης κι αλκοόλ
συν μερικά βρωμόλογα 
που ακούγονται γλοιωδώς
τη νύχτα.

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

γαλαξίας




το ξωτικό σκέφτηκε δυνατά
πήρε μια ρετσίνα
το κορίτσι απ' το χέρι
"πώς τα πας με το περπάτημα;"
το κορίτσι τρόμαξε
μα καμιά παραμονή γενεθλίων
δεν θα μπορούσε να κυλήσει καλύτερα
το κορίτσι τρόμαξε
τα ναρκωτικα φώτιζαν τα μάτια του
το κορίτσι ευχήθηκε
να την έσπρωχνε από 'κει που τώρα έβλεπαν όλη την πόλη
να μη βγει ποτέ απ' τη χώρα των ξωτικών
κι απ' τις ιστορίες που της έλεγε
για την οικογένεια, τα χρώματα
το κινούμενο καβούκι του
τις ουσίες που τον σώζουν
τώρα και για πάντα.
το κορίτσι κοίταξε το ρολόι
το πέρας των μεσανύχτων
τη μεταμόρφωσε σε άνθρωπο
με πόνους στα χέρια, τα πόδια
με λαιμό κατεστραμμένο και
μάτια βιαστικά
"θα τον αλλάξω τον κόσμο, και θα 'ρθω να σε βρω"
με την πρέζα, το μόνο που αλλάζεις
είναι η υπόστασή σου, ξωτικό
μα για την ώρα
επέστρεφε τα βράδια
κι αγκάλιαζε τα σύννεφα του δωματίου

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

γραφικός [χαρακτήρας]


)29.07.16(


το δέρμα του αναπνέει
τον ιδρώτα του οκταώρου,
αγκαλιάζει το μαξιλάρι
κι εγώ ονειρεύομαι αποκαΐδια.
κύριε δικαστά, έτσι κυλάει ένα ωραίο καλοκαίρι
με βόμβες, κίτρινους φωτισμούς
ιδεατούς θανάτους ιδεολογικής φύσης
στο όνομα μιας μεγάλης ιδέας
μικρών ιδεαλιστών
και προπαντώς 
στο κρεβάτι δίπλα του.
οι πιο ήρεμοι ύπνοι έγιναν στα χέρια του
καθώς μάθαινα.
οι πιο ανήσυχοι ύπνοι ξεκίνησαν πλάι του
όταν δεν αφομοίωσα το παραμύθι μου.
το παντζούρι ανοιχτό
το παράθυρο ανοιχτό
ο τοίχος της απέναντι πολυκατοικίας 
ακόμα περιμένει.
όχι, κύριε δικαστά, δεν υπεκφεύγω
να κοιμηθώ ήθελα,
μα τα παράσιτα στα ηχεία δεν το επέτρεψαν.
μισώ στο καλοκαίρι ό,τι λατρεύω πάνω μου
κι η ηρεμία στους δρόμους
προσφέρεται για μια ακόμη αυτοκτονία.
σ' αγαπώ για τον μικρό κούκο
που κρύβεις στο στόμα
μ' αγαπώ γιατί όταν θα σου γυρίσω πλάτη
για να κοιμηθώ
τότε θα φροντίσω να βάψω τη λεωφόρο
με αίμα.
μέχρι τότε, κύριε δικαστά,
ένοχη δίχως μετάνοια.
καλά μας οκτάωρα.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

the action of magnetization





τράβα τα χαλινάρια άλλη μια φορά
κι ίσως πιστέψεις πως τα άλογα τώρα
θα σταματήσουν.
φώναξε πως θέλεις όλοι τους να σκάσουν
παρότι τα κύτταρά σου
παρακαλούν για το αντίθετο.
ίσως τοτε,
τότε όλοι σε πιστέψουμε μα
ποιον θα κοιτάς στα μάτια
τότε.
κι όμως κρίμα
τόση μελέτη στα συμπτώματα
τόσος κόπος, μελανιές, τρένα και βίδες
μόνο για να νικήσεις σκελετούς;
ο σίγκμουντ γελάει που δεν τον κατάλαβες
γελάει που ///// το δέρμα ακόμα
γελάει που προσπέρασες το
κεφάλαιο του άγχους
ή της αγχώδους διαταραχής
ή της ύπαρξής σου
λέγε καλύτερα.
γελάω κι εγω
που έχεις ανάγκη μια σφιγμένη καρδούλα
για να γράψεις
-κι ας μην έμεινε ώμος κενός
για κλάμα, μύξες κι ουρλιαχτά.
όμως, δεν είναι δουλειά μου
να μετρήσω γέλια ούτε να
χλευάσω.
οφείλω όμως να σου θυμίσω
τις γάμπες εκείνες,
τις τούφες εκείνες,
το Μάρτη εκείνο,
τις φωνές αυτές,
κάθε αίσθηση του πόνου,
οτιδήποτε θα σε κλωτσήσει για τα καλά
στα αχαμνά
μια κι έξω.