Κυριακή 19 Μαΐου 2024

όπου με ρωτάς πότε και απαντάω πού

29.11.2023

η μ. με πήρε τηλέφωνο και μου είπε 
πως με πρότεινε για να γράψω μουσική σε μία ταινία
εγώ απάντησα στη μ. πως μπορεί να δώσει αν θέλει το κινητό μου
και το τηλεφώνημα τελείωσε, 
εγώ ήμουν ακόμα με την πετσέτα γιατί μόλις είχα βγει από το μπάνιο 
για να το σηκώσω στη μ.
γιατί είναι σημαντικό να σε παίρνει η μ.
και ακόμα πιο σημαντικό είναι να το σηκώνεις
ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα αφήσεις στη μέση 
το ρίτσουαλ που ακολουθεί μετά το μπάνιο
ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα ανεβάσεις παλμούς
από ενθουσιασμό και άγχος, μια τρίτη βράδυ
το οποίο με τη σειρά του σημαίνει πως 
δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις να γράφεις
ένα κείμενο που προσπαθεί εις μάτην να γίνει κείμενο

ή, για να είμαστε απολύτως ακριβείς

το τηλεφώνημα της μ. αυτή τη στιγμή σημαίνει 
πως θα προσπαθήσεις να καθίσεις 
τον ενθουσιασμό και το άγχος σου 
στην καρέκλα
θα προσπαθήσεις να χώσεις τον εγκέφαλό σου στο μαντρί
για να δουλέψει
μεταμορφώνοντας έτσι τις παλάμες και τα δάχτυλα
σε βρεγμένες πετσέτες που στάζουν 
πάνω στο πληκτρολόγιο και το ποντίκι.

πριν προλάβεις να ξεμουδιάσεις από την αφύσικη διαδικασία
της καθίζησης του ενθουσιασμού και του άγχους,
ένα δεύτερο άγχος
που μοιάζει με στόμα που φωνάζει στο δεξί σου αυτί
σου σφίγγει τα δάχτυλα.

το κουδούνι χτυπάει 

η κ. με την ι. μπαίνουν μέσα
θρονιάζονται στο σαλόνι
κι αν αυτό κανονικά θα έπρεπε να σου προκαλεί χαρά,
τώρα, ενώ είσαι ήδη μια ώρα στην καρέκλα μπροστά τους
εξιστορώντας το τι συμβαίνει στη ζωή σου
κοιτώντας τις κουρτίνες και το κάλυμμα του καναπέ
συνειδητοποιείς πως κάτι πάει λάθος

γιατί

δεν νιώθεις τίποτα
γιατί όσα αφηγείσαι μοιάζουν με θραύσματα απ' τη ζωή μιας άλλης
που σε κοιτάει απ' την άκρη του δρόμου και σου φωνάζει
να πας πιο γρήγορα
και πριν ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου
βρίσκεσαι στο κρεβάτι σου
με γυρισμένη πλάτη στην ι.
η οποία κοιμάται πιο όμορφη από ποτέ
κοιτάς τον τοίχο 
νιώθεις το ηφαίστειο στο στήθος σου
θέλεις να κλάψεις αλλά δεν μπορείς
είναι η μ. που σε πρότεινε, είναι το κείμενο που δεν γίνεται κείμενο,
είναι η κ. που κοιμάται με τον δ. και όχι μαζί σας,
είναι ο ι., 
είναι ο σκηνοθέτης, είναι τα αναπηρικά καροτσάκια, 
είναι που έχεις υποσχεθεί πως θα βγάλεις δίσκο, 
είναι ο ι., 
είσαι εσύ που μεγαλώνεις κάθε μέρα και μια πενταετία, είναι το too much too soon, 
θέλεις να κλάψεις και δεν μπορείς 
γιατί δεν ξέρεις πότε αποφάσισες να κάνεις τη ζωή σου κουβάρι
γιατί η μεγαλύτερη απόλαυση είναι το άγχος
γιατί δεν κατάλαβες από πού κι ως πού εσύ έμαθες να κάθεσαι ήσυχα
να μη μιλάς, να μην γυρίζεις καν προς το μέρος της ι.
και μια φωνή σου λέει πως πρέπει να αρχίσεις να ζητάς βοήθεια
και μια άλλη φωνή απαντάει καλά είμαι άφησέ με
και μια τρίτη φωνή φωνάζει αν είναι δυνατόν, αποφασίστε επιτέλους.

κι εσύ κοιτάς τον τοίχο.

κάθε όργανό σου καίγεται
ακούς τις φωνές 
το κινητό αναβοσβήνει.


  

 

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

όπου «γουέαρ ντου άι γκόου, χάου ντου άι έξζιτ»

6,12.12

μολύβια που δραπετεύουν
το φως στην πλατεία σβήνει
όσο προσπαθώ να τα συλλάβω
τόσο τα πράγμα επιμένουν να διαφεύγουν
πολλαπλασιάζοντας τους εαυτούς τους
περνώντας μέσα απ' τα ισχνότερα σημεία εξόδου 

εγώ έγραφα για μένα
όχι γιατί άκουγα καθαρά τον εαυτό μου
αλλά γιατί άκουγα καθαρά τα πράγματα
τα ίδια που τώρα διαφεύγουν
τα ίδια που πλέον εκρήγνυνται
δοκιμάζοντας με τα νύχια τους την πλάτη μου

μολύβια που δραπετεύουν απ' τις συστροφές
συστροφές που δραπετεύουν απ' τη φυγόκεντρο
τα ποιήματά μου στάζουν
το χαρτί δεν τα απορροφά
τα ποιήματα μου δεν με κάνουν πια παρέα
κι αν αυτό ήταν τελικά το τίμημα
κι αν γύμνασα όλα τα κλειστοφοβικά όργανα
για να μείνουν, τελικά, παράλυτα τα χέρια;

περιμένω το πότε
θα σκάσω σαν κύμα
στην πολυθρόνα της
πότε θα αδειάσω 
ενοχικό εμετό στα πόδια της
πότε θα έρθει η στιγμή της πλήρωσης
πότε θα βρω το σημείο εξόδου γι' αυτή τη δεκαετία
διαλέγοντας τις σωστές λέξεις
που θα πυροδοτήσουν
τον πολλά υποσχόμενο
τελευταίο διαμελισμό  

είναι που κάθε λέξη ισχύει ακόμα
είναι που ό,τι είμαι ήταν γραμμένο εκεί από πάντα
είναι που όλα τα χαμένα σημειωματάρια της ανατολής που ξεκίνησε ανάποδα
γράφουν αυτό το ποίημα
είναι που καμία πρόταση δεν ήταν ποτέ τίποτε λιγότερο από καρφί
ή
είναι που 
επανεκπαιδεύομαι
στις ενορμήσεις
ζωής 


Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

όπου η βρύση στάζει πάνω στην υψιπέτεια του ******

(μια κλειστή πόρτα σ' ένα άδειο σπίτι 
μια κλειστή ντουλάπα σ' ένα κλειστό δωμάτιο 
-όπως βολεύεται ο καθένας)

οι λέξεις φτιάχνουν ένα μεγάλο σεντόνι
που ράβω και ξηλώνω είκοσι χρόνια
μια πολύχρωμη αποτύπωση πάνω σε τρυπημένα δάχτυλα
χαλασμένο μπάκ σπέις, ροζ υπογραμμιστικά, ρεύμα που περνά ανάμεσα απ' την καρέκλα του γραφείου
ανάμεσα απ' τα πόδια μου, μέσα από τα νύχια μου
αδειάζω τα μηνίγγια μου προσπαθώντας να κάνω τη γλώσσα να ξαναπερπατήσει
οι λέξεις φτιάχνουν ένα μεγάλο σεντόνι
που ξεκίνησε να ράβεται πολύ πριν γεννηθώ
για να μπορώ εικοσιπέντε χρόνια τώρα
να το κρατάω ανάμεσα στη γροθιά μου πριν κοιμηθώ
να στάζω σάλια, μύξες, ν' ακονίζω τα δόντια μου πάνω του
ένα σεντόνι για να με σκεπάζει 
όταν θα περνά ρεύμα ανάμεσα απ' τα πόδια μου, μέσα από τα νύχια μου
ένα σεντόνι πίσω από την κλειστή πόρτα σ' ένα άδειο σπίτι 
μια κυριακή βράδυ

κι όταν θα κάθομαι σε μια συγκεκριμένη θέση στο πάτωμα
όταν θα σηκώνομαι, θα σέρνω γυρτά το σώμα μου προς το κρεβάτι
θα κάθομαι οκλαδόν σε μια συγκεκριμένη θέση στο κάλυμμα 
θα βάζω το πρόσωπό μου ανάμεσα στα μαξιλάρια
όταν θα σηκώνομαι, θα σέρνω γυρτά το σώμα μου ξανά στο πάτωμα
αυτή θα 'ναι η τελετουργία της θλιμμένης λίμνης
την οποία γεμίζω με προσοχή
της οποίας τα φυτά ποτίζω με αγάπη
ένα οικοσύστημα φροντισμένο από τα δάκρυά μου 
για να βουλιάζω τις κουρασμένες πατούσες 
να βρέχω τις πτυχώσεις του είναι
να ενυδατώνω τον πόνο 
που κρατάει τον αγκώνα μου πιεσμένο στον τοίχο 
που κάνει το πρόσωπό μου να μεταμορφώνεται στον καθρέφτη
που πιέζει τα αγγεία και πυροδοτεί τις συνάψεις 
που σχηματίζει την πιο παλιά πρόταση, κάθε φορά
η ίδια πρόταση, ξανά
προβάλλεται στο λευκό πανί του κρανίου μου
η ίδια πρόταση: «____ __ ______»
ράβεται μόνη της 
ως το στρίφωμα στις άκρες του σεντονιού
που κάθε σχιματιζόμενη λέξη, εν τη γενέσει της,
προσπαθεί να υπερβεί 

ο μικρός κυνόδοντας στο χαμόγελο της τατουατζούς
η κυριακή που δεν διαβάζει τα ποιήματά μου
τα κορίτσια στον ύπνο μου που χαμογελάνε συγκαταβατικά
που στρώνουν το κρεβάτι τους για μένα
που κάνουν χώρο για όλους
που ξυπνάω με τη φευγαλέα αίσθηση πως καταλαβαίνουν
πως δεν θα άλλαζαν τίποτα 
τα κορίτσια στον ύπνο μου με κοιτάζουν με αγάπη 
η ψυχοθεραπεύτρια κοιτάζει πίσω απ' το αυτί μου
τα κορίτσια στον ύπνο μου νεύουν ευχαριστημένες
η ψυχοθεραπεύτριά μου λέει «ενδιαφέρουσα σύνδεση»
κι εγώ τις νιώθω όλες να μου κρατάνε το χέρι ζεστά
μου κρατάνε το χέρι, μου σφίγγουν το χέρι
μου σπάνε ένα ένα τα δάχτυλα
το χαμόγελο βρυχάται 
εγώ δεν καταλαβαίνω
γονατίζω σε μια συγκεκριμένη θέση στο πάτωμα
σ' ένα κλειστό δωμάτιο, σ' ένα άδειο σπίτι
μια κυριακή, μια τετάρτη ή μια τρίτη
κλαίω παίρνοντας μεγάλες ανάσες
τα γόνατά μου πονάνε 
όλα τα κορίτσια μοιράζονται το ίδιο πρόσωπο
την ίδια νευρική κίνηση στο πόδι 
όλα τα κορίτσια στον ύπνο μου
προσπαθούν να πάρουν πίσω τις λέξεις εκείνες
που το πρώτο κορίτσι χάραξε 
κάποτε
στην παλάμη μου
για να μπορώ τώρα να κλαίω παίρνοντας μεγάλες ανάσες
να ζητάω να επιστρέψω σ' ένα σπίτι με ανοιχτές πόρτες
σ' ένα σπίτι που δεν υπάρχει
σ' ένα σπίτι που δεν υπήρξε ποτέ
σ' ένα σπίτι του οποίου η ανάμνηση στέκεται στην κορφή ενός λόφου 
σ' ένα σπίτι που με δαγκώνει κάθε φορά που πλησιάζω το ερείπιό του 
σ' ένα σπίτι που μου μαθαίνει 
πως η αγάπη για κάτι που είναι εκεί
χωρίς να είναι
συνιστά την πιο σπαρακτική κυματομορφή 
του ανεκπλήρωτου

θλιμμένα ποιήματα πάνω σε πονεμένα στομάχια 
σεντόνια βουτηγμένα σε φανταστικές λίμνες
αυτό το κορίτσι δεν είναι γυναίκα
αυτό το κορίτσι είναι παιδί 
ζητάει τη θέση της ανάμεσα στα φαντάσματα 
δεν θέλει ν' ανοίξει την πόρτα της
σε κανένα αγόρι με ζεστά χέρια που ζητάει να της φτιάξει πρωινό 
πληρώνει το τίμημα σ' ένα κλειστό δωμάτιο
χαζεύει τον κόσμο πίσω από το τζάμι
αποφεύγει με τέχνη τα μαγνητικά πεδία 
που την έλκουν στο να πάψει η εκπλήρωση της πιο παλιάς πρότασης
να είναι φαντασιακή
αυτό το κορίτσι σκαλίζει τον πάγο
οι μέρες του φθινοπώρου είναι μετρημένες 
αυτό το κορίτσι δεν ξέρει
μονάχα οι λέξεις ξέρουν
μονάχα οι λέξεις προβλέπουν
αυτά που οι αισθήσεις
αργούν να χωνέψουν 



 






Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

όπου κανείς πρέπει να μπορεί να διακρίνει

αν έπρεπε να απαντήσω,
τα καλύτερα ποιήματα τα έγραψα στα δεκαεπτά 
κι αν έπρεπε να ψάξω από πού ήρθαν όλες οι εικόνες
μέσω των οποίων σε ερωτεύομαι, τοποθετώντας σε στο μέλλον,
ξέρω πως βρίσκονται σε λέξεις νεκρών που δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει
κι αν, τέλος, έπρεπε να μαντέψω 
πού έχω παρατήσει την συμβολική γραφή
θα έλεγα κάτω από ένα κίτρινο φόρεμα
ή στον κόκκινο διάδρομο ενός μεσημεριάτικου σπιτιού

κάτω απ' την παπουτσοθήκη 
ακούω τον χρήστο να λέει "μας δείχνεις συνέχεια πού πετυχαίνεις
ίσως ήρθε η ώρα να κάτσεις να δεις πού αποτυγχάνεις"
γιατί ο χρήστος μπορούσε τότε να δει
πως πίσω από το φεύγω, τα παρατάω όλα, αφήστε με ήσυχη
κρυβόταν το αναμμένο φως στις σκάλες του γραφείου
οι αποτυχημένες προσπάθειες να λιποθυμήσω στην τάξη 
οι σκοτοδίνες εννιά χρονών στο πάτωμα
η μασσαλία το 2022, 
τα βαλκάνια το 2018, 
τα πάρτι για πάντα, 
η δονούσα το 2022, 
ο πειραιάς το 2020, 
η άκρη της παραλίας της σπιάντζας το 2019, 
η αντίπαρος το 2022,
η τήνος το 2023,
το μάντσεστερ το 2018,
το μάντσεστερ το 2019,
το κολωνάκι το 2016
-όχι-

ο χρήστος δεν θα μπορούσε να τα ξέρει όλα αυτά
εγώ δεν τα ήξερα όλα αυτά
εγώ τα έμαθα, να, τώρα
πάντα νωρίτερα από 'σας
πάντα γρηγορότερα
και με τόση απόσταση από το τελευταίο σας βήμα, που,
έχει πάψει αυτή η κούρσα να γίνεται για την έκπληξη στα μάτια σας, όχι
η έκπληξη αυτή είναι το δεδομένο πριν την προσπάθεια νεύματος από μεριάς μου
κάθε φορά, ξέρω
κάθε φορά, η ίδια έκπληξη, 
κι όμως,
όλα αυτά έγιναν 
όλα αυτά γίνονται
για να μπορώ να συνεχίζω να βάζω το ένα ποδί μπροστά από το άλλο
όπως βάζω την μία λέξη μετά την άλλη,
και νιώθω τα μάτια τους να με κοιτάνε σαν να βγήκα απ' το ντεθ νόουτ
και νιώθω τα μάτια μου να τρέχουν από συγκίνηση
από ευγνωμοσύνη, από αναγνώριση
τα νιώθω να τρέχουν
όλο και λιγότερο από θλίψη

κι αν κάποιος πιστέψει για λίγο πως βρήκα την άτρωτη σανίδα
με την οποία μπορώ να περνάω μέσα απ' τα κύματα
θα διακόψω ευγενικα: "δατς νοτ δε κέις", γιατί
κάθε φορά που τα μάτια μου προσπαθούν να τρέξουν από στεναχώρια
μετράω ένα 
δύο
τρία
τέσσερα
σχεδόν πέντε 
μικρά 
δάκρυα
να φτάνουν διακριτικά ως την αρχή του χείλους μου
ίσα να βουλώνει η μύτη μου, 
ίσα να κοκκινίζω
σχεδόν πέντε μικρά δάκρυα πιο κοντά
στο να σπάσει το μούδιασμα
κάθε λυπημένο δάκρυ
είναι ένα χτύπημα με το μικρό μου σφυρί
στην τζαμαρία που με κρατάει μακριά απ' τον κόσμο
μακριά από σένα
μακριά από αυτά που έμαθα και δεν θέλω να ξαναμάθω
κι ίσως πια
να μην κυνηγάω τους τοίχους,
τα ψαλίδια, τα σπασμένα τζάμια,
ίσως να μην χρειάζομαι πεταμένες καρέκλες,
κόκκινα πρόσωπα ή ηρεμιστικά
αλλά τα λυπημένα δάκρυα
είναι ό,τι μου 'μεινε να θυμάμαι 
από τις προσπάθειες αγχώδους σύνδεσης με τον κόσμο
είναι ό,τι μένει στο μαξιλάρι όταν σβήνουν όλα τα υπόλοιπα
είναι η κατευναστική απόδειξη
πως όλα είναι ακόμα εδώ, 
και περισσότερο απ' όλα, 
εγώ

ο χέγκελ έγραφε για τον σέλλινγκ πως
ήταν χαμένος σε μια νύχτα τόσο σκοτεινή 
που οι μαύρες γάτες δεν μπορούσαν να διακριθούν
για να έρθει, χρόνια μετά, κάποιος άλλος να ρωτήσει
λιγότερο για λογαριασμό του σέλλινγκ, 
περισσότερο για όλων των υπολοίπων,
πώς αντιμετωπίζει κανείς μια τέτοια νύχτα

κι αν έπρεπε να απαντήσω,
θα έλεγα πως έρχομαι από μια παράδοση μαγείας
η οποία ήξερε πότε να συλλέγει το φως 
του περιβάλλοντος χώρου
στην τσέπη της
γιατί ήξερε πως κάποια πράγματα 
χρειάζονται σκοτάδι
έτσι, καμιά φορά,
κυκλοφορούμε με το φως όλου του κόσμου 
μέσα στο τζιν
καθόμαστε με τους φόβους μας
κρατάμε το χαρτί που έπεσε μόνο του απ' την τράπουλα κοντά
συγκεντρωνόμαστε στην ανάσα μας
κι ίσως τότε βγαίνει επιτέλους η προφητεία
που ήθελε ο χειρότερος φόβος ενός παιδιού να είναι ο ίδιος ο φόβος

η πιο παλιά,
η πιο βασική μορφή μαγείας,
μοιράζεται κάτι με την φιλοσοφία,
μοιράζεται κάτι με μας:
μπορεί να βλέπει φαντάσματα


 
 







Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

όπου εισερχόμαστε στην άβυσσο της νύχτας του άλλου

τα πόδια σου βρεγμένα στο ντουζ μου
τα χέρια σου βιαστικά ξεπλένουν την πλάτη μου 
οι φλέβες στα δάχτυλά σου
αυτό που συμβαίνει κάτω απ' τα μάτια
το κούρεμα που δεν σ' αρέσει γιατί πίσω το 'θελες πιο μακρύ
οι εγκλίσεις των ονομάτων

με βλέπεις την ώρα που θα δουλευες
με περιμένεις στην στάση και με φιλάς μεσημέρι
το σπίτι μου είναι ο χώρος της μη-διαμεσολάβησης
κλείνει η πόρτα και είμαστε μόνοι
το πάτωμα, το ταβάνι, η μπαλκονόπορτα απέναντι απ' το κρεβάτι
δεν ακούμε μουσική, δεν υπάρχει χώρος για μουσική
οι κόρες των ματιών μας ακολουθούν η μία αντικριστά την άλλη
έχω ξεχάσει πώς μυρίζεις γιατί δεν ποτέ δεν προλαβαίνω να θυμηθώ, αφού
το δέρμα σου έρχεται στην ίδια ευθεία με το δέρμα μου
δύο παράλληλες που τέμνονται επ άπειρον
έρχεσαι πρωί και φεύγεις μεσημέρι
όταν φτάνει η ώρα που θα τέλειωναν οι δουλειές σου

έχουμε κοιμηθεί στα δέντρα
θέλουμε να κοιμηθούμε στην θάλασσα
θέλω να διαβάσουμε σ' έναν πύργο που θα τον βλέπουν μόνο σύννεφα
βγάζεις τα νιου μπάλανς σου
με αφήνεις να προχωρήσω στον διάδρομο και χαζεύεις τον κώλο μου
βγάζεις τα πρινς απ' το τζιν
η πόλη αυτή θέλει να σε βρίσκω όταν έχει ήλιο 
εσύ ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, ζητάς απ' την πόλη αυτή να μας αφήσει να δούμε εκείνη την ταινία που σου 'χει ξεφύγει
εγώ δεν ξέρω τι ζητάω αλλά βρίζω την πόλη ούτως ή άλλως

πίνω στο πάτωμα και γυρίζω δέκα το πρωί στο σπίτι 
πίνω πίσω απ' τα ηχεία και γυρίζω εφτά το πρωί στο σπίτι
καπνίζω στο καλλιμάρμαρο ξημερώματα και σκέφτομαι πως κατέβηκες απ' το πλοίο
πήγες στο σπίτι σας
κοιμάστε μαζί, αγκαλιά ή στο πλάι
εγώ καπνίζω ξημερώματα στο καλλιμάρμαρο, είναι καλοκαίρι κι έχει σύννεφα
κάποιοι τρέχουν και κοιτάνε τα ρολόγια τους
εγώ καπνίζω, ακούω την μουσική που θα σου στείλω αργότερα
σκέφτομαι πως κοιμάσαι με την κοπέλα σου 
και χαμογελάω
γιατί ξέρω πως κανείς δεν μοιάζει σαν εσένα
γιατί σε κανένα βλέμμα δεν αφήνομαι έτσι 
γιατί γελάς, λες ιστορίες
γιατί τα θέλω μας είναι αγωγοί που εκβάλλουν στο σύμπαν 
γιατί ο χέγκελ έλεγε πως όταν κοιτάμε στα μάτια κάποιου εισερχόμαστε στην άβυσσο της νύχτας του
γιατί τιποτα δεν εχει σημασία
καπνίζω εφτά το πρωί μόνη
εσύ κοιμάσαι αγκαλιά με μαξιλάρια ή μ' ένα σώμα που ξέρεις καλά
και χαμογελάω 
γιατί δυο στιγμές μοναδικότητας ενώθηκαν στο τώρα
κάτω από ένα μεγάλο ίσως 
παράγοντας αλληλοαναγνώριση 
και τόση, μα τόση έκπληξη
που εσύ 
κι εγώ
συναντηθήκαμε
μέσα στον στρόβιλο μιας πόλης σε μέγεθος χωριού, που κουβαλά όλα τα κακά της μητρόπολης που 'θελε να είναι

έρχεσαι πρωί και φεύγεις μεσημέρι
αύριο ξαναπαίρνεις το πλοίο
περιμένουμε ένα μήνυμα, ένα μέιλ, μια βιντεοκλήση
περιμένω να στερέψουν οι θάλασσες 
περιμένω να σε περιμένω να έρθεις
περιμένεις με τις ρητορικές ερωτήσεις σου 
περιμένεις ξέροντας πως είσαι το πιο ωραίο αγόρι που υπάρχει
περιμένεις ξέροντας την λέξη
περιμένεις να βάλεις τα χέρια σου στα μαλλιά μου
και σε κάθε υπενθύμιση
τραυλίζουμε
δεν πιστεύουμε 
πως γίνονται
ακόμα
αυτά
τα
πράγματα




 

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

όπου ο χρόνος / όπου κρατάω τ' όνομά σου στα χέρια μου

1.
ο λαιμός μου είναι κόμπος και κάτι θέλει από μέσα μου να συρθεί
δηλαδή δημιουργείται ένα πριν κι ένα μετά
δηλαδή κάθε τέτοια μέρα αποτελεί ένα συμβάν
κι οι σταγόνες που ξεχνιούνται στα σημεία της πλάτης
νικάνε μια βόλτα σε βιβλιοπωλείο
κι οι τεντωμένοι μύες του ποδιού που διαγράφονται μέσα απ' το αγορίστικο τζιν
διαβάζονται καθαρότερα από ένα ποίημα του Τσέλαν

ο κόμπος στον λαιμό ενώνεται με ό,τι περιμένει κάτω απ' το δέρμα να συρθεί
κι αυτό με τη σειρά του ενώνεται με την κοιτήδα στον κόλπο μου
με τις ξεραμένες κηλίδες γρασιδιού στα γόνατα του παντελονιού
με το μεταβολιζόμενο αλκοόλ στο στομάχι μου
φτιάχνοντας, όλα μαζί, την Μεγάλη Λίμνη της Επιθυμίας
η οποία με χαρά θε εξατμιζόταν, αν μπορούσε, σε λέξεις 
λέξεις που θα πηδούσαν πάνω απ' το πρωινό χαμόγελο
πάνω απ' τα χέρια σου που αγγίζουν τη μύτη μου
κι είναι τα γράμματα που λερώνουν τα γόνατά μου 
όταν σκύβω πάνω απ' την λεκάνη σου
κι όχι το βραδινό γρασίδι που με μουσκεύει
τα γράμματα που στέκονται ανάμεσα στους θώρακές μας
μην επιτρέποντας τον τρόμο και την λύτρωση
της προ-προπατορικής ταύτισης
έτσι, η επιστροφή σε μια μη λεκτική, παραδείσια κατάσταση
συντελείται τα πρωινά κάτω απ' το λευκό πάπλωμα

ναι, συνεχίζει κάτι να διαφεύγει
κι όταν τοποθετήσω ξανά 
τους γοφούς μου στα χέρια σου
όταν βάλω ξανά
το δάχτυλό μου στον παλμό της φλέβας σου
όταν ακουμπήσεις ξανά
τα κόκαλά μου
αυτό το όταν θα έχει σημασία μοναχά στην πραγμάτωσή του
μέχρι τότε θα νικά το απολύτως χωροποιημένο τώρα

τα κλειστά σύμπαντα
μας σκεπάζουν με εμμονικές κουβέρτες
εμείς χαμογελάμε κοιμισμένες
ακούγοντας τις χορδές μιας ταινίας
που παίζει εδώ και χρόνια μόνη της

2.
έκανε λάθος
το τελευταίο χρονικό διάστημα της ζωής
είναι η στραμπουληγμένη γλώσσα 
που προσπαθεί να θυμηθεί
για ν' αντέξει πως τίποτα δεν θα την αφήσει ποτέ να ξεχάσει

τα πιο όμορφα ποιήματα
κι οι πιο όμορφες πτυχώσεις
και τα πιο φαρδιά μάτια:
ο έρωτας είναι το κακό μέτρημα
μια υπενθύμιση πως οι αριθμοί
δεν θα υπήρχαν αν δεν τους εφευρίσκαμε
κι εγώ υπολογίζω πόση ώρα κάνει το καράβι
φαντάζομαι έναν χρόνο
για τον οποίο είμαι εντελώς ανίκανη να μιλήσω
γράφω λέξεις που δεν ακούγονται
και φυλάω το όνομά σου στο δέρμα μου
γιατί ξέρω πως κρύβει την κατεστραμμένη αλήθεια
ξέρω πως αυτό που θα αναδυθεί
μέσα από σωρούς καμμένης ομορφιάς
θα είναι μια στιγμή αναγνώρισης του εγώ
μια στιγμή μακριά απ' τον ύπνο

κι όταν ακούω την φωνή σου στο τηλέφωνο
κι όταν φαντάζομαι πως είσαι μπροστά μου
και υψώνω τα μάτια μου εκεί που θα βρίσκονταν τα δικά σου
οι αντωνυμίες ταξιδεύουν στο γεμάτο κρεβάτι σου
μέσα απ' τα κουτσά ποιήματά μου
μέσα απ' τα μάτια που κλείνουν ξέροντας
πως έχουν κάτι χάσει
την στιγμή που επέτρεψαν 
στα κύτταρά τους
να παίξουν

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

όπου στα καλά πάρτι σκοντάφτεις

1.
υπάρχει μια λέξη ξεχασμένη
απ' τα μοντέρνα μυαλά μας 
υπάρχει ένα διαρκώς διαφεύγον 
κάπου παρατημένο στις ιστορίες των αιώνων 
που ανασαίνουμε ασυναίσθητα

2.
σκοτεινά, πολύ σκοτεινά
ο πέτρος μου προσφέρει τσιγάρα
"αν φύγουν οι φίλες μου, μπορώ να σας κάνω παρέα;"
το φως χαράζει το οπτικό πεδίο και χάνεται
"δεν άκουσα, πες μου ξανά"
"είπα ____" 
"ρε δεν σ' ακούω, πες μου πάλι"
"άστο, μετά" λέει και συνεχίζει να κουνάει τα χέρια του
κι όσο πιο πολύ κουνάει τα χέρια του
τόσο πιο πολύ η πραγματικότητα τοποθετείται κάπου μακριά
κι όσο πιο πολύ κουνάω τα χέρια μου
τόσο πιο πολύ ανοίγω
κι όσο πιο πολύ ανοίγω
νέα προβλήματα και νέες σελίδες απλώνονται στα πόδια μου
τα οποία μακραίνουν και ψηλώνουν και γέρνουν 
κι όταν χαμηλώνω δεν πονάω, όπως συνήθως
χορεύω σημαίνει χάνομαι από προσώπου γης
κι όσο πιο πολύ κουνάω τα χέρια μου
τόσο πιο κοντά είμαι στο να περάσω τα όρια της υποκειμενικότητας
"θες από αυτό;"
"θέλω"
"πάρε λίγο τώρα, και μετά βλέπουμε". 
στοπ καρέ, χαμογελάει. "είναι και που μ' αρέσει να σε βλέπω να χορεύεις", και αλλάζει κομμάτι.
κάποιος ήθελε να με φιλήσει και του είπα όχι
κάποιος μου ζήτησε συγγνώμη που ήταν μαλάκας το 2017
κι εγώ του ζήτησα συγγνώμη που ήμουν μαλάκω το 2017

3.
αν νομίζετε πως τα πάρτι είναι για να περνάμε καλά, κάνετε λάθος
τα πάρτι μοιάζουν με εκκλησίες
πρέπει ν' αφήνεις τον ασφαλή σου κύκλο
να κοιτάς την φίλη σου να χορεύει δίπλα
ν' απομακρύνεσαι εντός σου
να συγκεντρώνεσαι στα bpm
και τότε, κάποια στιγμή
το σώμα ξέρει να τελετουργεί
το έκανε πριν από σένα
δώσ' του χώρο και χρόνο, και το σώμα θα θυμηθεί
πώς είναι να γιορτάζεις κάτι αφήνοντας πίσω κάτι δικό σου
να κλειδώνεις κάθε γνωστή οπτική γωνία 
και να εγκαταλείπεις εαυτό, αντίληψη 
και τους ορισμένους τρόπους αίσθησης 
και μέσα από την σταδιακή καταστροφή όλων αυτών που σε κάνουν
ξεχωριστό άτομο
μπορείς επιτέλους να κουνάς τα χέρια σου ελεύθερα
το σώμα μου σου μπορεί ξανά να τελετουργεί
εσύ μπορείς να πηγαινοέρχεσαι στον διάολο
να σκέφτεσαι "αν πιω άλλο λίγο, θα τρελαθώ"
και να συνεχίζεις να πίνεις, και να αγκιστρώνεσαι από μια τρίχα συνείδησης 
που στο τέλος ούτε αυτή χρειάζεται
γιατί μέσα στους λαβυρίνθους του αντεστραμμένου μυαλού 
ο φόβος και η ανάπαυλα της μη σκέψης σε ζεσταίνουν
κι όλα πετάνε μακρια χαιρετώντας σε
κι ευχαριστώντας την τελετουργική διαδικασία 
που σου επέτρεψε για λίγο να μην σκέφτεσαι, κανείς να μην μιλάει στο κεφάλι σου
ανασφάλειες, χαρές, αναμνήσεις και κλάματα
όλα γέρνουν πίσω κι αφήνουν την γλώσσα να πάρει τα ηνία
ενώ γίνεται λιγότερο διαμεσολαβητική απ' ότι συνήθως
καναπέδες, μάτια γυρισμένα και "άσε με, είμαι εντάξει"
το καλό πάρτι είναι ένα μεγάλο φρένο

4.
ο πέτρος μου φέρνει νερό
ο διπλανός μου δίνει νερό
τι σας έχει πιάσει όλους με τα νερά, στάλα δεν πίνω
δεν βλέπετε πως δεν υπάρχει πιο σωτήρια εναλλακτική από την όψη των ποδιών του ντιτζεϊ;
ή μάλλον, ο καθένας βρίσκει τις δικές του σωτηρίες
κι αλληλεπιδρούν τα ασυνείδητα κομμάτια των εαυτών μας
τα γλυκά φαντάσματα των οξυμένων μας ανασφαλειών και άκρων
γυρίζουν το ένα γύρω από το άλλο
γιορτάζοντας το τέλος της κούρασης και την αυγή του καταποντισμού όλων όσων γνωρίζαμε
έστω για λίγο, έστω γι' απόψε
το καλό πάρτι σε σκοτώνει

5.
πέντε φιλιά πίσω από μια μαύρη κουρτίνα
ένα φιλί πίσω από μια κολόνα 
"δεν θέλω να τελειώσει ποτέ"
δεν είναι ανάγκη να τελειώσει, έχεις ακούσει για τον παράδεισο των πάρτι;
εκεί πάνε όλα τα καλά πάρτι όταν κλείνει η μουσική και αφού μαζευτεί και η τελευταία γόπα
εκεί πάνε και απλώνουν τους χώρους τους
αδειάζουν όλα τα βάρη που σήκωσαν από τους ώμους μας
καθαρίζουν, ξεσκονίζουν το σκοτάδι τους
ακονίζουν τα φώτα τους και σιωπηλά 
μας περιμένουν να επιστρέψουμε
να καταστρέψουμε κομμάτια μας, να χάσουμε φως και φως απ' το βλέμμα
να αισθανθούμε αμήχανα, να αισθανθούμε γυμνές, να ζεσταθούμε
να ξεράσουμε, ν' ακουμπήσουμε, να κρυώσουμε, 
να ξανασυναντηθούμε μ' αυτούς που συναντιόμαστε μόνο έτσι,
να σκίσουμε παπούτσια και να τραυματίσουμε κι άλλο τον μηνίσκο,
να ζητήσουμε συγχώρεση, ν' αγκαλιαστούμε, να κάτσουμε σε μια γωνία για δυο ώρες
να μας αφήσουμε επιτέλους στην άκρη
και να γιορτάσουμε για μια φορά
την απουσία














Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

όπου προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει

πιέζω τον ιάσονα να μάθει να τονίζει
προσπαθώ να μαζέψω τον εαυτό μου και να πατήσω το πλήκτρο του τόνου πριν το γράμμα
οι τόνοι κουβαλούν αυτή την εξουσία
δομικά παιδιά της γλώσσας, της μητέρας των εξουσιών
κι εγώ να μην έχω ιδέα για τίποτα

δεν ξερω τι σημαίνω
δεν ξέρω γιατί καυλώνω
δεν ξέρω γιατί το εσωτερικό των μηρών μου πονάει
δεν ξέρω γιατί αποφεύγω
δεν ξέρω γιατί με καλεί το κρεβάτι για τους λάθος λόγους
δεν ξέρω πότε πρόλαβα να κουραστώ απ' την ηρεμία
δεν ξέρω αν έζησα ποτέ τα τελευταία έξι χρόνια κάποια ηρεμία
δεν ξέρω πότε πέρασαν έξι χρόνια απ' τα 18
δεν ξέρω τι θα γίνει αν πεθάνεις
δεν ξέρω γιατί συνεχίζω να ζω
δεν ξέρω πώς θα μοιάζει ο έρωτας αύριο
δεν ξέρω γιατί απομακρυνόμαστε
δεν ξέρω πού πάει η μαγεία
δεν ξέρω γιατί χτυπάω τα πόδια μου κάτω
δεν ξέρω γιατί σταμάτησα να κόβομαι
δεν ξέρω πώς στέκομαι, πώς μοιάζει το σώμα μου, πώς ακούγεται η φωνή μου, τι είναι αυτό που λέω, τι θέλω απ' την ζωή, αν μπορώ να κρατήσω την ζωή απ' τα μαλλιά, πώς πνίγεται η αυτοπεποίθηση
δεν ξέρω γιατί νιώθω να υπάρχω μόνο στην μπάρα και στην τουαλέτα του καφενείου
για να ξυπνάω το επόμενο πρωί με κεφάλι που φλέγεται από πονοκέφαλο, υπερθερμία και όνειρα
δεν ξέρω γιατί δεν θέλω να είμαι πουθενά
δεν ξέρω γιατί δουλεύω
και διαβάζω νεκρούς τύπους που μου γαμάνε το μυαλό
και συνεχίζω να δουλεύω
και ματαιώνομαι που δουλεύω αντί να διαβάζω
και δεν μπορώ να διαβάσω γιατί νιώθω πως δεν έχει νόημα
και συνεχίζω να δουλεύω
και τα μάτια μου αδειάζουν
και δεν υπήρξα νηφάλια πάνω από τρεις μέρες τα τελευταία τρία χρόνια
και συνεχίζω να δουλεύω
μέχρι να γίνει τελικά η φυσική επιλογή
από δουλειά, από διάβασμα ή από πιωμα
κατι απ' αυτα θα με παρει απ' το χερι και θα μου δειξει την εξοδο
εγω θα πω "ευχαριστω, παντα το 'ξερα"
και θα παω να ζησω την ζωη που ζουνε ολοι
κι οταν δω πως δεν μπορω να κυκλωσω ουτε αυτον τον κυκλο
όλα θα εχουν πια λυθει

ολα επιστρεφουν
καποιες φορες πολυ πιο γρηγορα απ' οτι τα θελαμε
κι αν αυτο ποναει
ε, ξερεις -τέικ ιτ ορ λιβ ιτ

να κρατατε τις χαρες
τους ανθρωπους
τις ανεσεις σας
και ολα τα στρωμενα χαλια που σας επιτρεπουν να περπατατε
να κρατατε τα χαμογελα και τα προβληματα που λυνονται μ' εναν υπνο
κι αφηστε μονο 
λιγο χωρο για σουλατσο στα καλα νεκροταφεια
μην το πολυσυζητησουμε τωρα 
η επιβεβαιωση της πραγματικοτητας συχνα ειναι το μεγαλυτερο φορτιο

υ.γ.: σήμερα ξυπνησα και το σωμα μου μυριζε οπως το δικο του. τοξικοτητα, ιδρωτας και βρεγμενο μαξιλαρι. μονο που εγω δεν εβαλα σε κανεναν τις φωνες. ισως γιατι το μονο εμβιο κοντινο πλασμα ηταν ο σκυλος.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

όπου απ' το μηδέν στο εκατό

Ο Δημήτρης με κοιτούσε απ' την άλλη άκρη της μπάρας του Λα Λούνα. Τον πέτυχα τις προάλλες, εγώ πήγαινα για δουλειά κι αυτός γυρνούσε, κοιταχτήκαμε φευγαλέα μέσα απ' τον καθρέφτη της μηχανής, σταμάτησε, έκανα να τον αναγνωρίσω ένα τσακ, του λέω τι κάνεις εδώ, να τα πούμε. Ο Δημήτρης οκτώ παρά το πρωί πάνω στη μηχανή του, γυρνώντας από δουλειά, απάντησε "έχω κοπέλα", κι όταν κάποιος το λέει αυτό οκτώ παρά το πρωί γυρνώντας από δουλειά, σημαίνει πως το εννοεί. Την τελευταία φορά που τον είχα δει, δεν θυμόμουν τ' όνομά του, θυμόμουν όμως τι τατουάζ είχε στο μπούτι. 
Ο Δημήτρης με κοιτούσε απ' την άλλη άκρη της μπάρας του Λα Λούνα, το χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλο, ελαφρύ χαμόγελο και με κάποια σκέψη πίσω απ' το κούτελο. Όταν τον γνώρισα το κοντέρ έγραφε 2017, δεν ήξερα πού μου πάν' τα τέσσερα, δούλευα σε σουβλατζίδικο και έκανα ό,τι μπορούσα για να μην γυρίσω ποτέ σπίτι. 

Στο Λα Λούνα μας αφήνουν να μπαίνουμε πού και πού τσάμπα, γιατί ξέρουν πως δουλεύουμε στο νησί. Στο Λα Λούνα πετυχαίνω τον υπεύθυνό μου, καμιά φορά και το αφεντικό μου. Το αφεντικό ρωτάει "ποιος ανοίγει το πρωί;", η απάντηση είναι πάντα "εγώ". Αυτός κουνάει το κεφάλι σε στυλ "α, καλά", εγώ του λέω "κύριε πέτρο, όταν βγαίνω ξέρετε πως στη βάρδια είμαι κυρία", εκείνος μου σφίγγει το χέρι "αυτό στο δίνω", και αλλάζουν οι δρόμοι μας. Κι εγώ πάλι έχω δώσει λογαριασμό σ' έναν μαλάκα που με αγοράζει εφταήμερο εννιάωρο σχεδόν τσάμπα, λογαριασμό για το πώς θα την παλέψω μέχρι να επιστρέψω στο μαγαζάκι του. Ο υπεύθυνος, απ' την άλλη, μου λέει "τι ώρα είναι αυτή;", του απαντάω "έχω αϋπνίες ρε μαλάκα" και μετά θυμάμαι πως δεν μιλάμε έτσι στον υπεύθυνο -"συγγνώμη για το μαλάκα", "δεν πειράζει, έξω απ' τη δουλειά μίλα όπως γουστάρεις" μιλάνε τα δυτικά προάστια από μέσα του, του λέω "τζέρι, θα 'μαι κυρία αύριο" ξαναδίνω λογαριασμό εγώ, "λίγο προσοχή με το pda" λέει και τελειώνει η κουβέντα. 

Στο δρόμο για το Λα Λούνα, κατουράμε πίσω απ' το τειχάκι, περπάταμε δίπλα δίπλα με την Κορίνα και σηκώνουμε τα μάτια ψηλά πάνω απ' τον λόφο για να δούμε τι παίζει με τ'αστέρια.  

Τα μάτια μου στάζουν πάνω απ' το πληκτρολόγιο, κάτι μέσα μου φυσάει και δεν αφήνει τίποτα σε ησυχία, νιώθω πως οι πέτρες στην κοιλιά μου κουνιούνται κι όταν γυρίσω πίσω θα κοιτάζω αλλιώς. Καταπίνω χειμώνα και ξερνάω καλοκαίρι, κι αν με ρωτάς δεν ξέρω αν το εννοώ με την καλή την έννοια. Θέλω να βρέξω τα πόδια μου, κι όχι να μετράω τις μέρες αντίστροφα. Ακόμα χειρότερα, δεν θέλω να επιστρέψω κάπου που οι μέρες για το τέλος δεν θα 'χουν τελειωμό. Γιατί εδώ, παρά την κούραση, το άγχος, το ότι η Κυριακή είναι μακριά, το ξύπνημα εφτάμιση το πρωί, το 0-100 της καθημερινότητας, τα αγόρια που κανένα δεν μ' αρέσει πραγματικά, εδώ ξέρω πως είναι ένας λαβύρινθος με ημερομηνία λήξης. Ένα παιχνίδι του οποίου οι λύσεις είναι γραμμένες ανάποδα στο τέλος του τεύχους. Στην Αθήνα αυτό που έχουμε λέγεται ζωή, εντ δε σιτ ις σίριους. 

Στο Λα Λούνα πάω κουρασμένη, κοιτάζω γύρω μου, νιώθω την ανάγκη για να πιω ν'ανεβαίνει στη μύτη, στα χείλη και στα δάχτυλά μου: ξέρω την τελετουργία απ' έξω κι ανακατωτά, κι είμαι σε στέρηση. Φεύγω κουρασμένη, και κάπως χαρούμενη. Το να βλέπεις την ανατολή είναι συνήθως μια καλή αρχή, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δουλεύεις σε μία ώρα. 

Το μόνο πραγματικά σίγουρο είναι ένα: η Κορίνα μοιάζει με την θάλασσα. Μα για να το καταλάβετε, πρέπει να φάτε σοκολάτες μαζί της στις τρεισίμιση το βράδυ. 


Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

όπου ο καλός ο παίχτης ξαναρίχνει τα ζάρια χωρίς να περιμένει

 σκέψεις που θυμίζουν τζετ-πακ
σκέψεις που μοιάζουν με αλεξίπτωτα
υποτιτλισμός, ραπ, δύο δουλειές, διάβασμα για πάντα
συνελεύσεις , καινούργια στυλό, λάιβς, ξανά διάβασμα
από το παιχνίδι με το τετράχρονο στο φρέντο εσπρέσο μέτριο 
ένα σπίτι που μου δίνει χώρο
ένας συγκάτοικος που κοιμόμαστε στο πάτωμα
φοβόμουν μην γίνω ο παλιός μου εαυτός
τελικά χρησίμευσε για προσάναμα σε κάτι που δεν καίγεται
ανακαλύπτω αναγκαία όρια, τα κοιτάω να σχηματίζονται
μια ελπίδα να μην μεταμορφωθούν σε άμυνες
είμαστε με το συναίσθημα
με την ακεραιότητα και με το θρυμμάτισμα
αγόρια γύρω στα σαράντα, αλλά ξέρω πια τι είναι αυτό που δεν ζητάω
αγόρια γύρω στα τριάντα που τους αρέσει ο ιδρώτας μου
ταχυκαρδία ξανά, δηλαδή μπορώ ακόμα, δηλαδή "σταμάτα
να κάνεις κάθε φορά έτσι" λέει η μπάρα
όμως πέραν του ότι δεν είναι ποτέ "έτσι", γιατί κανένα "έτσι" δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο
σήμερα είναι λιγότερο "έτσι" από ποτέ

με την κυριακή έχουμε τσιγάρα εναλλάξ
έχω βγάλει μιάμιση βδομάδα με τρίμματα καπνών που φυλάω για τις αφραγκίες
μέχρι να φτάσει η καύτρα στο χτένι 
και να αναγκαστώ να πάω περίπτερο
το πέμπτρο καλοκαίρι στην αθήνα έχει κάτι που θυμίζει τα υπόλοιπα
σεντόνια λερωμένα από σώματα που δεν θα πείραζε και να έλειπαν
ένα χειμωνιάτικο αγόρι 
δουλειά μέχρι τ'αυτιά, κι όμως
όλα τα παλιά "έτσι" 
έχουν γίνει μπάλα στα πόδια μου, γιατί
ξυπνάω για πάρτη μου, γιατί
κρατάω το σώμα μου όσο αυτό με κρατάει απ' τα μαλλιά
κι είναι, για πρώτη φορά, μια σχέση ισότιμη μεταξύ μας
χρωστάω μέιλ, πρόβες, εργασίες
αλλά τίποτα δεν μπορεί να μου πει πια πως δεν είμαι αρκετή
τίποτα δεν θα με κάνει να χτυπήσω τις κλειδώσεις στον τοίχο μέχρι να ματώσουν
τίποτα δεν θα με κάνει να κόψω το στήθος, τα μπούτια ή τα χέρια μου
γιατί δεν ζητάω αυτό που δεν είναι εδώ
γιατί η έλλειψη είναι κομμάτι της σελήνης χωρίς το οποίο δεν θα ήταν ολόκληρη
γιατί με κοιτάζω με μάτια γεμάτα 
κι όταν κουράζομαι, μπορώ επιτέλους να φύγω
μπορώ να φύγω σημαίνει διαλέγω
διαλέγω σημαίνει ξυπνάω έχοντας συνείδηση του πού πάει η μέρα
κι ας είμαι χαμένη στις εκατομμύρια κουκκίδες που φτιάχνουν τον χάρτη του μήνα 
κι ας την βγάζω με εφτά ή δεκαεφτά ευρώ τη μέρα
έχω πληγώσει κάθε μου κύτταρο για να μπορώ να στέκομαι εδώ
και να με κοιτάω, και να σας χαζεύω
κι ας μην έχω αποδεχτεί τον θάνατο, κι ας ακουμπάω στις ανασφάλειες
κι ας έχω τύψεις, φοβίες το βράδυ, ριταλίν και ζάναξ δίπλα στο κρεβάτι
ξέρω
πως μου αξίζει να είμαι παρούσα, πως μπορώ να δίνω μέχρι εκεί που φτάνω
πως όλα επιστρέφουν διαφορετικά 
και γι' αυτό θα ξαναρίξουμε τα ζάρια χωρίς να περιμένουμε εξάρες