Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Εγώ, η Σοφία Αμούνδσεν





Βρισκόταν σ' ένα ξέφωτο, δε φοβόταν τις τριχωτές κάμπιες που περπατούσαν νωχελικά γύρω της. Ο ήλιος έπεφτε μέσα απ' τα δέντρα. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μικρές πλεξούδες.
Απέναντί της καθόταν αυτός που έμοιαζε με ξωτικό. Είχε άσπρο μυτερό γενάκι, ήταν κοντός και καραφλός. Ευγενικός. Κάποτε, της χάρισε τρία κάμελ όταν εκείνη είχε ξεμείνει από καπνό.
Έπιναν τσάι σε ποτήρια πορσελάνης, με ζωγραφισμένους γαλάζιους γλάρους.
Το κορίτσι τού έδειχνε έναν πίνακά της -δε ζωγράφιζε σχεδόν ποτέ, η αλήθεια είναι.
Ο άντρας τη ρώτησε κάτι που δεν είχε απάντηση εύκολη. Ο αέρας μύριζε αγριοκέρασα κι ο ουρανός είχε το συνηθισμένο μωβ χρώμα. Τα μακριά, πεσμένα κλαριά της ιτιάς ακουμπούσαν την ημίγυμνη πλάτη του κοριτσιού.
Η συνάντησή τους αυτή δεν είχε τέλος. Την άφηναν πάντα στη μέση. Σηκώνονταν, ξεσκονίζονταν, ακουμπούσαν στη μεγάλη πέτρα τα μισογεμάτα φλιτζάνια τους και κλειδαμπάρωναν την πόρτα που οδηγούσε στο ξέφωτο.
Δε φοβόταν τις τριχωτές κάμπιες που περπατούσαν νωχελικά γύρω της. Ο ήλιος έπεφτε μέσα απ' τα δέντρα. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μικρές πλεξούδες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου