Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

FESTIVE

she will always be a stove girl



πίσω στο υπόγειο
άναψα τη σόμπα
το καλσόν πάλι σκίστηκε το βράδυ
τα μάτια τσούζουν μολύβι
και μου 'ρχεται στο μυαλό
ο μισάωρος βραδινός ύπνος
δέκα μισή - έντεκα πρωινή
ο ύπνος ο μισάωρος
μισάωρος όλος μαζί δηλαδή
που η καρδιά χτυπούσε τακτακτακ τακτακτακ
και το χέρι ίδρωνε
κι ένα μάτι ήταν ανοιχτό
κι η μισή ώρα πέρασε
σε δύο δεύτερα
σα να 'ταν νύχτα ολόκληρη
όμως πώς φτάσαμε ως εδώ
δεκατρείς οργασμούς
κι ένα "καλό ταξίδι αγάπη μου"
ίσως όλα άρχισαν στη μπλε αλεπού
και τα ιδρωμένα μικρά
ίσως όλα άρχισαν στη βασιλίσσης σοφίας
μόνη περπατούσα μόνη
ίσως όλα άρχισαν στο σταθμό λαρίσης
και τα κλεμμένα ρέστα
δεν έχει σημασία πού αρχισαν όλα, να σου πω
γιατί μετά όλοι χόρευαν
γδύνονταν και κατουρούσαν
η αμαλία με τις μπούκλες
και το κόκκινο κραγιόν που τελικά
δεν λέρωνε
το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου
που έφυγε νωρίς γιατί δεν βρήκε σταφ
το αγόρι με τους καμβάδες
που όλο νομίζεις πως
μπλοφάρει κι όλο του
τη βγαίνεις
κι όλο υποσχέσεις κι όλο φιλιά κι αντίο
η τατιάνα με ροζ
η τατιάνα με υγρά μάτια
όλες χόρευαν
όλοι κοιτούσαν ευθεία
ντουπ ντουπ ντουπ
τα μάτια εκείνα έφευγαν
σε κοιτούσαν
κοιτούσαν πίσω απ' το αυτί σου
θυμωμένα και μελαγχολικά
σε κοιτούσαν κι έφευγαν
κι ύστερα ήταν πρωί
κι η αγγελική έκλαιγε
και φώναζε
και δε χωρούσαμε στ' αμάξι
μπήκαμε αντίθετο ρεύμα
σκίστηκε τότε το καλσόν
έκανε κρύο
στο πρωινό παγκράτι πρωτοχρονιάς
"καλά μας μπήκε και φέτος"
σιχτιριζεις
κι η καρδιά πονάει
κι ο μισάωρος ύπνος δεν αρκεί
γι' αυτό
"καλό ταξίδι αγάπη μου"
και πίσω στο υπόγειο

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

ιστορίες από(π)ληξης






1.
την πέμπτη το πρωί έκανε κρύο
κι ενώ κοιμηθήκαμε τρεις
η μία σηκώθηκε να μαζέψει
ο άλλος για δουλειά
και το πάπλωμα έπεφτε παγωμένο
στα κόκαλά μου
και τα μάτια μου πονούσαν, στεγνά
και το στόμα μύριζε τάδε βόλιουμ αλκοόλ
και σηκώθηκα, τι να 'κανα μόνη
σ' ένα κρεβάτι που κοιμήθηκαν τρεις
και στο άλλο δωμάτιο τα παράθυρα ήταν θολά
κι ο άερας κοπανούσε τα κλαριά
κι η βροχή τα έκανε όλα
αχνά θαλασσί
στο κρεβάτι κοιμόταν μ' ανοιχτό στόμα
κάποιος που σχεδόν θυμόμουν
φόρεσα το καλσόν
κι οι πέρλες στόλιζαν το κενό
πάνω απ' τα γυμνά στήθη μου
κι έσκιαχνα τα μαλλιά
που βρωμούσαν καπνό
και τα μάτια μου είχαν ξεβαμμένο μολύβι
και ροζ γκλίτερ
-κελ ντεκαντάνς ρε παιδί μου-
ώσπου ακούω μουρμουρητά
κι αυτός που σχεδόν θυμόμουν
τώρα με χαζεύει
ψελίζει
"μήπως παίζω σε ταινία του βούλγαρη;"
κι εγώ γελάω
κι ο αέρας δίνει μία
και βροντάει το παράθυρο

2.
την παρασκευή το πρωί έκανε κρύο
κι ενώ κοιμηθήκαμε τρεις
σηκώθηκα να πάω για δουλειά
ο μικρός είχε κουλουριαστεί στη μία άκρη
ο μεγάλος είχε ανοίξει τα μάτια
ούτε αγκαλιές, ούτε φιλιά, μόνο τσάι
με έστειλε να φτιάξω
και το υπόλοιπο σπίτι δεν είχε σόμπα
κι η κουζίνα δεν είχε ζάχαρη
όμως τέλος πάντων
αγίου μελετίου, παραήταν πρωί ρε μαλάκα
αγίου μελετίου, και σε δέκα λεπτά είσαι αττική
κυψέλη - κέντρο του κόσμου
τρία τραγούδια υπόθεση, σου λέω

3.
το σάββατο το πρωί έκανε λίγο κρύο
και το αγόρι πετάχτηκε γιατί δούλευε
-εγώ την έκαψα την εργάσιμη
ποιος πάει να δουλέψεις στις εφτά
ενώ κοιμάται με ξανθό ψηλό με γωνίες,
ρε παιδιά-
φιλιά και τέτοια δεν τα συζητάω
έναν καφέ μου ξεπέταξε
και δεν πίνω καφέ, να σου πω
αλλά τουλάχιστον είχε ζάχαρη
τουλάχιστον φύγαμε μαζί
και λεωφορείο και καλημέρα
και πάει κι αυτός
στην ευχή του θεού

4.
την κυριακή ξημέρωσαν χριστούγεννα
-σιγά μη σας έκανα τη χάρη
να 'χε κρύο ρε κουφάλες
σα πως σας κάνει σενάριο ο ντίκενς-
χριστούγεννα και ήλιος, λοιπόν
κι ανοίγω τα μάτια
κι οι ρυτίδες κύκλωναν τα ματάκια του
ήταν κάποτε το πιο
όμορφο αγόρι του κόσμου
όλα ξεκίνησαν σ' εκείνο το βιβλιοπωλείο
που πήγαινα τ' αγόρια για βουντού
όμως εκεί την πάτησα
σα να λέμε
μου φτιαχνε, κάποτε
φράουλα-αμύγδαλο πρωινό
αργοπορούσε γιατί ξεχνιόταν παίζοντας τρομπέτα
μ' αγκάλιαζε όταν έτρεμα μετά τη δουλειά
-αυτά, τότε
μετά έφυγε
κι εγώ έκλαιγα κάτω απ' το σπίτι του
και του άφηνα γράμματα
γιατί δεν ξέρετε
πώς ειναι να χάνεις
το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου
όμως ξημέρωσαν χριστούγεννα
και τον κοιτούσα κοιμισμένο
"δεν έχεις ιδέα τι πέρασα
για να μπορώ να σε κοιτάω
και να μη νιώθω τίποτα"

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

όπου το πρωί δεν είναι η αρχή της ημέρας








5.12.17

μια δεσποινίς φεύγει
απ' τη σπασμένη μπαλκονόπορτα κρατώντας
ένα ξηλωμένο νιπτήρα
ο κόσμος όλος 
ένα γλειφιτζούρι κι ένας μαύρος τοίχος
τον κοιτάω τον κοιτάω
η ώρα δώδεκα μεσημβρινή
θολωμένα μάτια στους βρώμικους καναπέδες
ένα αγόρι
μάλλον αγόρι
κάθεται σε μια καρέκλα στυλ λουδοβίκου δεκάτου πέμπτου
φοράει δικτυωτή μπλούζα και γούνα
"έχεις κάρτα;"
του δίνω το πάσο
σπάει
βγάζει
"θες;"
χορεύαμε αγκαλιά ντραμ εν μπέις μωρό μου
έλεγες εκείνο το παραμύθι του όσκαρ ουάιλντ
"σ' αγαπώ"
τα μεγάλα λόγια
τις μεγάλες ώρες
από αγνώστους
αυτά πιστεύουμε
κι ύστερα θέλουμε κατεβασμένα στόρια
ένα σαλονάκι στην κυψέλη
σπέσιαλ κ, σπέσιαλ κ
κάποιος καταπίνει όπιο
πλαγιάζει στο κρεβάτι
εσύ πετάγεσαι
τα μάτια του λάμπουν
γέρνουν
είναι τόσο απαλός
εσύ πετάγεσαι
χορέψαμε τέκνο αγκαλιά μωρό μου
και το πρωί
μεταμορωθήκαμε σε αστακούς
ο καθένας τράβηξε 
στο καμ ντάουν του
και κάπως έτσι
καταπληκτικά
δεν θα ξαναβρεθούμε ποτέ

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

εμενα παντα με παιρνει ο υπνος

το σωμα μου ειναι ενας μεγαλος βραχος σε κοιτη ποταμου τα νερα το χτυπανε το προσπερνανε το σωμα μου δεν κουνιεται ειναι βαρυ δεν μπορω να κοιταξω το ρολοι εχω περιορισμενο διαθεσιμο αριθμο κινησεων τα σεντονια ξεστρωνουν το σωμα μου κουβαλαει την ιστορια το σωμα μου γδερνεται στα μαλακα σεντονια το σωμα μου ειναι λεπρο το σωμα μου ειναι σωμα τρελης το σωμα μου δεχεται την εγκαθειρξη ειναι 1780 το σωμα μου στριφογυριζει το δενουν το στολιζουν με ανθρακα το σωμα μου ασυλοποιειται μαζι με αλλα σωματα στην κλασσικη εποχη το σωμα μου κουβαλαει κομματακια ψωμιου κομματακια ιστοριας κουβαλαει την υστερια τη μανια τη μελαγχολια το σωμα μου κουβαλαει την ετεροτητα το αλλο το αλλοτριο το σωμα μου πληγωνεται συγχρονισμενα κειται πανω απο την ιστορια την κοιταει κλοναρια ξεπηδουν απ τους χρονους του πονου και το δενουν το σωμα μου κοιταει τα χρονια να περνουν να το δερνουν να το καινε να το πλενουν μπας και το καθαγιασουν το σωμα μου στριφογυρναει στα σεντονια κι η ωρα περναει παλι δεν θα κοιμηθω νωρις μια ανασα ανεβοκατεβαινει διπλα μου η ανασα στο σβερκο που σημερα με παγωνει η ανασα που μ ενοχλει το σωμα μου πληγωνεται το σωμα μου πληγωνεται το σωμα μου φωναζει μεσα στη σιωπη του δωματιου το σωμα μου προδιδεται απο τις συγκρατημενες κινησεις του τη βαρια ανασα τα πονεμενα πλευρα τα ατακτα ποδια τα αχρειαστα χερια το σωμα μου δεν αντεχει το μαξιλαρι
το σωμα μου χτυπαει την πορτουλα του μυαλου ντροπαλα με συγχωρειτε μηπως μπορειτε να με βοηθησετε το μυαλο κοιταει το σωμα το βαζει μεσα καημενο παιδι εσυ εισαι ξεπνοο το ξερω του λεω βοηθα με το μυαλο βαζει το σωμα μου να κατσει μου δινει μια ζεστη κουπα μου λεει κλαψε κλαψε κλαψε το σωμα μου δε θελει να κλαψει το σωμα μου δεν θελει να εκρηχθει το σωμα μου θελει να ησυχασει να γινει μικρο να μην το προσεχει κανεις θελει να περναει απαρατηρητο να μπορεσει να κοιμηθει γι αυτο ηρθα σε σενα βοηθα με να κοιμηθω λεει το σωμα μου στο μυαλο ειναι αναγκη το ξερεις οτι ειναι αναγκη δεν θα ερχομουν αν δεν ηταν αναγκη το μυαλο χαιδευει το σωμα του λεει σωπα καθεται οκλαδον κλεινει τα ματια σφικτα πολυ σφικτα το μονο που ηχει ειναι η τσαγιερα στη βραση ξαφνου μια μικροσκοπικη εικονα εμφανιζεται μας τριγυριζει αχνη μικρη ομως πλησιαζουμε ομως μεγαλωνει η εικονα μεγαλωνει σα να ζουμαρουμε σε χαρτη το σωμα μου κοιταει βλεπει μια γρια καπου την ξερω αυτη τη γρια μια γρια στεκεται ορθια με καπα ν ανεμιζει κραταει ενα ραβδι που κοιταει τον ουρανο τα ποδια της ειναι τεντωμενα πατανε με δυναμη στο χωμα απ το ραβδι της βγαινει μια ασπρη γλιτσιασμενη λωριδα το σωμα μου κοιταει η λωριδα ανεβαινει ανεβαινει στον αερα πολυ ψηλα πολυ πολυ ψηλα φτανει απο πανω μας και σχηματιζει ενα κελυφος μια ασπιδα το μυαλο ρωταει το σωμα ποιους θες να καλεσω πες μου ποιοι θες να στοιχηθουν κοντα σου το σωμα δε μιλαει το σωμα σκεφτεται το χουμε ξανακανει αυτο το μεγαλο τραπεζι των σοφων θυμασαι ναι θυμαμαι αλλα τωρα τα πραγματα ειναι διαφορετικα διπλα στη γρια εμφανιζεται μια αλλη γυναικα σιμον! αναφωνει το σωμα καλο μου παιδι λεει εκεινη η σιμον παιρνει αγκαλια το σωμα ποναει το ξερω οτι ποναει ειμαστε ολες μαζι σου ειμαστε ολες εδω λεει και υψωνει το ραβδι της μια λευκη νοτα ξεπεταγεται και τρεχει να ενωθει με το κελυφος απο πανω μας ξαφνου το συμπαν τρανταζεται το κρεβατι ειναι κρυο η ανασα γυρναει απ την αλλη το δωματιο ειναι σκοτεινο το σωμα μου φοβαται θεε μου τι φρικτες σκεψεις θα μεινεις μονη σου θα σε παρατησουν ολοι θα περιπλανιεσαι χωρις προορισμο ποια νομιζεις οτι εισαι τι νομιζεις οτι κανεις δεν βγαζεις νοημα δεν εχεις νοημα δεν εχεις σκοπο δεν εχεις τιποτα οχι! ακουγεται μια φωνη η εικονα επιστρεφει πρεπει κι εσυ να βοηθησεις μεινε εδω σκεψου το εδω μην αφεθεις στους κλυδωνισμους μεινε μαζι μας και θα σε προστατεψουμε μεινε εδω ποιους αλλους θες να καλεσω σκεψου ποιοι αλλοι θες να ειναι εδω αρχιζουν και εμφανιζονται μαζι ολοι μαζι προσγειωνονται στο χωμα ριζωνουν τα ποδια τους μου χαμογελουν και στρεφουν τα ραβδια τους στον ουρανο ενισχυοντας την ασπιδα ειναι ολοι εδω ο φιοντορ η ροζα καλη μου ροζα τη νυχτα των γενεθλιων σου αποφασισες να ρθεις εδω γυναικες ριγμενες στη φωτια δολοφονημενες πορνες γατες η νταιζυ ποσα χρονια εχεις να μου γαυγισεις νταιζυ η μητερα μου ειναι ολοι εδω χαμογελανε με κοιτανε με προστατευουν λειτουργει βλεπεις οτι λειτουργει ομως οχι ο κοσμος τριζει σεισμος σεισμος το συμπαν τριζει το συμπαν καταρρεει ο πυργος γκρεμιζεται συθεμελα το χαρτι πηρε φωτια καπνος καπνος το σωμα μου δυσκολευεται να υπαρξει στο κρεβατι θελει να πεσει να χτυπησει στα ξυλα να σκιστει στις γωνιες των τραπεζιων να αποκτησει ολοδικους του μωλωπες το σωμα μου δεν αντεχει δεν σηκωνει αλλη ιστορια το σωμα μου εχει ταπεινωθει εχει παρει φωτια κι η γουνα του αναβληζει καρβουνο
τι εκανες γιατι δε με βοηθησες τι εγινε το σωμα μου σπαραζει χυνεται το τσαι το μυαλο σηκωνεται βηματιζει ισως τα πραγματα ειναι χειροτερα απ οτι νομιζα λεει το μυαλο ακουμπαει στο μετωπο το σωμα μου καημενο παιδι λεει κοιταει μια στιγμη την τσαγιερα ανακατευει το μυαλο πιανει τα χερια του σωματος μου πού θελεις να παμε ρωταει παυση παυση τικ τοκ τικ τοκ σ αυτα που εζησες παυση ή σ αυτα που θα ζησεις τικ τοκ τικ τοκ το σωμα μου δεν προλαβαινει να ψελλισει μια δινη μας τυλιγει μας σηκωνει μας γυρναει μας ξερναει σ ενα πατωμα το σωμα μου κοιταει τριγυρω το ξερω αυτο το δωματιο μυριζει κανελα μυριζει κανελα θεε μου μυριζει κανελα σηκωνεται το σωμα μου επιτελους ζεσταινεται τριβει τα ακρα του κοιταει το χαμηλο κρεβατι το ξυλινο γραφειο μπροστα στο παραθυρο θεε μου τι υπεροχη νυχτα το φεγγαρι το δασος οι κουρτινες απαλα τα κρυβουν η υγρασια στα τζαμια το δωματιο μυριζει κανελα και καλοριφερ μια στιγμη οχι παρε με απο δω το σωμα μου κολλαει το κεφαλι στον τοιχο δε θελω να το δω δε θελω να ειμαι εδω αυτο περασε δε θελω να βρισκομαι εδω αυτα πανε φυγανε δεν ξαναγυρνουν το σωμα μου σφαδαζει αναβλυζουν δακρυα γιατι δεν ξαναγυρνουν γιατι κλειδωστε με για παντα εδω ή αφηστε με να φυγω σε λιγο θ ανεβουμε τις σκαλες μια παλαιοτερη εκδοχη του σωματος μου κι ενα αγορι με πολυ πολυ μακρια μαλλια θ ανεβουμε τις σκαλες θ αρχισει μια απ τις ομορφοτερες νυχτες της ζωης μου δε θελω να ειμαι εδω παρε με παρε με παρε με παρε με ας καουν οι γεφυρες που με συνδεουν μ αυτη τη νυχτα αφου δεν ειναι γραφτο να την ξαναζησω παρε τα φαντασματα μακρια μου οχι οχι το μυαλο παιρνει το σωμα μου μια νεα δινη μας τυλιγει μας σηκωνει μας γυρναει μας ξερναει σε μια λεωφορο ειναι βραδυ κραταω φαι βρεχει η φιγουρα μου ειναι σκοτεινη πού βρισκομαι δεν εχω ξαναβρεθει εδω λεει το σωμα μου ακριβως λεει το μυαλο ειναι αυτα που θα ερθουν δεν εχεις ιδεα τι σε περιμενει στη γωνια των χρονων που ερχονται καλο μου παιδι ολος αυτος ο πονος θα σε βοηθησει να στριψεις θα σε βοηθησει να σηκωσεις το ενα ποδι και να το βαλεις διπλα στυ αλλο ολος αυτος ο πονος θα σου λειανει τις γωνιες θα σου σφιξει το στομαχι θα σε κανει λαμπερη υπεροχη ετοιμη να υποδεχτεις πρωινα σ ολες τις ακρες του κοσμου σ ολες τις ακρες της ευαισθησιας σου μια μερα ολα αυτα θα ευωδωσουν καλο μου παιδι ερχονται μερες ερχονται νυχτες εχεις ζησει τοσα κι ομως δεν εχεις ζησει τιποτα το σωμα μου αναπνεει οι ποροι του ανοιγουν μια γλυκαδα το ζεσταινει τα πιο ομορφα αγορια τα πιο εξυπνα κοριτσια κρεβατια πατωματα χαλια μοκετες πολυελαιοι τακουνια χωρια καταρρακτες τρενα ερημιες καταφαση στον ερωτα καταφαση στον ερωτα καταφαση στον ερωτα οσες λεξεις κι αν σου αρθρωσω ειναι λιγες γιατι σταματουν σ αυτα που εχεις ηδη δει ομως αυτα που δεν εχεις ακομα δει θεε μου καλο μου παιδι το σωμα μου αφηνεται το σωμα μου απαλα ναρκωνεται το σωμα μου βολευεται στην ακρη του κρεβατιου το σωμα μου αγκαλιαζει το μαξιλαρι την κουβερτα το σωμα μου αποκοιμιεται

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ειμαι κινηματογραφικη
το ξερω οτι ειμαι κινηματογραφικη
κατι μας ειπες ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ
ξερω κι εγω να λεω ομορφα λογια
μπορω να σου στησω τα πιο ευαισθητα παραμυθια 
μπορω να σου υφανω τον πιο πυκνο ιστο 
για να μπλεχτουμε
μπορω να σε χαϊδεψω οπως σκατα γουσταρω
χρησιμοποιωντας δευτερευουσες
και δεν θα εννοω τιποτα τιποτα τιποτα
γιατι ειμαι κινηματογραφικη
γιατι ειμαι ωραια γκομενα
γιατι τα λογια δεν εχουν καμια απολυτως σημασια
γιατι οι λεξεις ειναι μια μεγαλη απατη
οι προτασεις ειναι ενα τσιρκο 
να πα να γαμηθει
κινηματογραφικη
ποια υποκαταστατα δεχεται ο οργανισμος σας δεσποινις αυτο το εξαμηνο
εεε υποκαταστατα, να
προχθες αποφασισα να φυγω, ξυπνησα
και το ειχα παρει αποφαση
γιατι ο πατερας αυτα μου εμαθε στη διαχειριση κρισεων
βρονταμε πορτες, κατεβαινουμε δυνατα τα σκαλια
και φευγουμε
κι ας μην εχουμε δικιο
εγω κι ο πατερας μου σπανιως εχουμε δικιο
αλλα ποτε ξερεις οτι εχεις δικιο και ποτε οχι
καποιος ελεγε οτι πρεπει να επιλεγεις τις μαχες σου
αλλα ποιες αξιζουν
και ποιες οχι;
οποτε πισω στο θεμα μας ηθελα να φυγω 
και;
και δεν εφυγα και γιατι δε φυγατε
γιατι εβδομηντα ευρω για μια μερα δεν τα σηκωνει η τσεπη μου ακομα
επομενως; επομενως αγορια
τι αγορια ολα τα αγορια που μπορουσα να βρω
ολα τα μικρα αγορακια με τη φρεσκια σαρκα και την ορεξη και τη δυναμη
ολα τα αγορακια στα εικοσιτρια τους που δε φοβουνται να κλαψουν
ουτε φοβουνται να βγαλουν το βελο τους τα αγορακια στα εικοσιπεντε τους
που σε κοιτανε σαν να εισαι θαυμα ενα ισοτιμο θαυμα
οι επιδερμιδες σας αναπνεουν μαζι ο ιδρωτας σας ρεει μαζι
τα αγορακια στα εικοσιτρια τους που ειναι χαρουμενα και τους παει η κατσαρολα και η κουταλα
που μελαγχολουν επειδη πονανε κι οχι επειδη εχουν ζησει
τα αγορακια αυτα σε αφηνουν να γινεις το εδω και το τωρα
για μια φορα στα εφτακοσια χρονια
αυτα τα αγορακια τα μικρα ουρανια τοξα σε μικρες γειτονιες της μητροπολης
τα αγορακια στα εικοσικατι τους που δεν ξερουν τι θελουν
που δεν ξερουν πώς να το παρουν που δεν ξερουν γιατι ολα πονανε τοσο 
που δεν εχουν ακομα ανακαμψει απ'το σοκ του τοκετου 
που ο κοσμος τους ζαλιζει ξανα και ξανα κι εγω τα κοιταω και τους φιλαω τα χερια
μου πιανουν την καρδια θεε μου εσυ εισαι ξεπνοη 
το ξερω απανταω και τους φιλαω τα χερια και καθομαστε
και το συναισθημα ειναι αλογο που μας σερνει απ τη μυτη κι απ τ αυτια κι απ το εφηβαιο
κι εμεις το ακολουθουμε ουρλιαζοντας απο σαγηνη
αλλα τωρα τι να σου πω τωρα
ξεκολλαω το δερμα μου προσεκτικα 
και το κρεμαω απ' τις καρφιτσες του τοιχου να τεντωσει να γινει ομορφο
να ειμαι για παντα εικοσι εικοσιενα εικοσιδυο στοπ
στοπ εχεις ακουσει μαρμαρο σε κοκαλο
εχεις ακουσει μαρμαρο να σπαει κοκαλο
τακ τακ τακ θρυμματιζεται σε μικρα κομματακια 
τοσο μικρα που ουτε σκυλος δεν κανει να τα φαει
αν συνεχισω να ξεκολλαω
αν συνεχισω να χτυπαω
συντομα δε θα 'χει μεινει τιποτα
αλλα αυτο ειναι αδικο γιατι 
πού θα ξερναω τα γαστρικα υγρα μου γεματα τονους κι αποστροφους μετα
αν οχι στους αμφισβληστροειδεις σας 
αν δεν παιζεις μαζι μου
αν δεν μ αφηνεις να παιζω
αν δεν συμμετεχεις στο παιχνιδι σαν να το εννοεις σαν να ακους σαν να σε ζει το παιχνιδι
αν δεν παιζεις οπως μου αρμοζει να παιζεις
αν δεν παιζεις μαζι μου
καταλαβε πως συντομα δεν θα ηχουν διαλογοι
κι ολα αυτα κανουν κυκλους στους δακτυλιους 
ημιτελειωμενων λεωφορων
δεν θελω τιποτα δεν θελω ν ακουσω τιποτα
ειμαι κινηματογραφικη ναι
δεν θα πεθανουμε, οχι αποψε
ισως παρουμε αγκαλια πλακακια και ξυλινες λωριδες
αλλα σιγουρα δε θα πεθανουμε
κι αυτο ειναι μειον σας ειναι μειον σας γιατι θα ζησουμε
να θυμομαστε πως η ανεπαρκεια
ηταν το μονο ξυραφι που καποια στιγμη
πραγματι κρατησαμε
η αδικαιολογητη ανεπαρκεια των δικων σας ταχυδακτυλουργικων επιβιωσης
λιγα λιγα λιγα λιγα λιγα λιγα
τα περισσοτερα πραγματα ειναι λιγα
ειμαι κινηματογραφικη
εχω ξεχασει οτι ειμαι ομορφη
γι αυτο με χαστουκιζω για να συνελθω
για να συνελθω
απ' τους αλλεπαλληλους θανατους ας μη γελιομαστε
απ αυτο ποτε δεν συνερχεσαι
μονο σταματας να γλειφεις την πληγη
ομως τελος παντων
ολοι απολαμβανουν εναν καλο φονο
κι αποψε ειναι σαββατο
τα σαββατα ολο και καποιος 
πεφτει νεκρος
δε νομιζεις;

συγγνωμη δεν το εννοουσα
με συγχωρειτε πλεον ειναι αργα

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

η αρχή του παντός

nine of swords



φοβάμαι πολλά πράγματα τελευταία
φοβάμαι κάποιες λέξεις, φοβάμαι τους τόνους
φοβάμαι ν' ανοίξω κάποια τετράδια και κάποια βιβλία
φοβάμαι το χαρτί, το χαρτάκι, το χαρτί μου
θα 'θελα απλώς να φοβόμουν το φόβο
αλλά φοβάμαι το σκοτάδι, την εγκατάλειψη
τα σκουλίκια, το μπαμπά μου
φοβάμαι τον πληθυντικό και τις περίεργες κλίσεις,
τα κεφαλαία γράμματα που δε μου κάθονται σωστά
φοβάμαι όλα τα αγόρια
φοβάμαι κάποια συγκεκριμένα αγόρια και την αγάπη και την όρεξή τους
φοβάμαι τους μηρούς και τους γλουτούς μου που ανοίγουν και κλείνουν
και κάθονται και στήνονται και περιμένουν και βρέχονται
έχοντας πλήρη επίγνωση του τρόπου που ανοίγουν και κλείνουν
και κάθονται και στήνονται και περιμένουν και βρέχονται
φοβάμαι αυτά που συμβαίνουν, φοβάμαι λίγο παραπάνω αυτά που έχουν συμβεί
και σίγουρα τρέμω φοβούμενη αυτά που έρχονται
το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρω πώς να σταματήσω να φοβάμαι
κάποιες μέρες μπορώ να στηριχτώ στο γόνατό μου
και να πω "ωραία" και να αντικρίσω τη μέρα και τον ήλιο
να μείνω μόνη μου και να γράψω και να ερωτευτώ
υπάρχουν όμως κι οι άλλες μέρες
οι μέρες για τις οποίες δεν αξίζει να γράψω, γιατί
είναι εγώ, είναι μια καρδιά που χτυπάει πάνω κάτω τεντώνοντας
και κουράζοντας
τους μύες της
οι μέρες αυτές καταγράφονται μόνες τους, αυτοβούλως
σ' ένα μεγάλο βιβλίο σ' ένα μεγάλο συρτάρτι σ' ένα μεγάλο μπαούλο
κάτω από μαξιλαροθήκες και σεμεδάκια και βρωμισμένα μαξιλάρια
αυτό είναι το μπαούλο μου, το μπαούλο που θέλω να μπαίνω όλες αυτές τις μέρες
που παίρνουν το θάρρος να γράψουν οι ίδιες για τις ίδιες
οι σκατά μέρες γράφουν σ' ένα μεγάλο βιβλίο πόσο σκατά υπήρξαν
έτσι ώστε την τελευταία των ημερών μου
αυτό το βιβλίο με τις αφιερώσεις των σκατά ημερών να μου παραδοθεί
και να μου βαρύνει το θώρακα
να το πάρω αγκαλιά και να αρχίσει το αίμα να στραγγίζεται από τις αρτηρίες μου
να πεθάνω όμορφη και αξιοπρεπής, λευκή και ανέγγιχτη
κι άλλα πολλά που δεν υπήρξα
εσύ που το διαβάζεις αυτό, μάλλον δυσκολεύεσαι να το κάνεις εικόνα
να με κάνεις εικόνα
να καταλάβεις την ευτυχή ψυχρολουσία των λέξεων αυτών
σε διαβεβαιώ λοιπόν πως είναι όλα αλήθεια
αν σημαίνει κάτι η αλήθεια για σένα
οι εικόνες αυτές είναι αλήθεια γιατί υπάρχουν στο κεφαλάκι μου
γι' αυτό δοκίμασε λίγο ακόμα πριν τις απορρίψεις στο φάκελο των "μη κατανοητών"

και
για σένα που αμφιβάλλω για όλα
προσπάθησε να καταλάβεις πως οι ίνες οι ιστοί και οι κλειδώσεις που με συντελούν
όλα σκορπάνε μόλις φυσήξει το αεράκι
έπρεπε να πετάξω πορσελάνινες κούκλες και μολύβια με φαγωμένη μύτη
ώστε να μη σε στριμώξω
ώστε να σου δώσω το χώρο σου να ανθίσεις
μέχρι "να πιάσεις" και να βγάλεις ρίζες και ν' αναπτυχθείς στο χώμα σου
δεν έκανα τόσο χώρο
δεν πέταξα όλες αυτές τις μαλακίες
για να τα παρατήσω στη μέση του δρόμου
κι όμως νιώθω ότι τρέχω τρέχω τρέχω
κι όσο πιο ξέπνοη αισθάνομαι
τόσο περισσότερο μακραίνει η διαδρομή
κρατάω ένα μεγάλο καθρέφτη
και τον χτυπάω με μια μικρή πετρούλα
ραγίζει ραγίζει ραγίζει
και τα γυαλιά μου τρυπάνε τα νύχια
τα γυαλιά τρυπάνε τα μπράτσα σου
κι έτσι ξεχνάω τι είναι πραγματικό και τι όχι
πόσα απ' αυτά που λατρεύω πάνω σου στα είπα
και πόσες απ' τις σκέψεις που με ανακατεύουν κράτησα για μένα
ξεχνάω τον κόσμο μας
κλειδώνομαι στον δικό μου
που είναι πολύχρωμος, ευφάνταστος
γεμάτος μαγεία
αλλά δεν παύει να είναι δικός μου
η αλίκη μέσα απ' τον καθρέφτη
εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε με την ανδριανή "σήμερα είναι η μέρα των αντιθέτων"
κι ο κόσμος μας
γεμάτος παράλληλους κόσμους
ένα σύμπαν που προσεχτικά χτίζουμε τοποθετώντας έπιπλα, παρενθέσεις
και ραφάκια
πλάθωντας δωμάτια για να περιπλανιώμαστε χέρι χέρι
σαλόνια στα οποία έχουμε πρόσβαση μόνο οι δυο μας
φράουλες δύο ευρώ το καλάθι γωνία ναυαρίνου και μαυρομιχάλη
το βλέμμα σου όταν νιώθεις ενοχές
το ξεγύμνωμά σου όταν στέκεις αδύναμος
μπασογραμμές και υπογραμμίσεις
ο κόσμος μας

κι εγώ φοβάμαι
κοιμάμαι ελαφρά, τα δόντια μου τρίζουν
σκέφτομαι τη στιγμή που κόβεται η κορδέλα
φοβάμαι να παραδεχτώ
όλα αυτά που φωνάζουν οι φωνούλες στο μυαλό μου
οι φωνούλες που κατεβαίνουν σε μάχες και παίρνουν παράσημα γενναιότητας
οι φωνούλες με τα περίεργα καπέλα και τις τσιρίδες στο λαιμό
αυτές οι φωνούλες φωνάζουν πράγματα
που φοβάμαι να παραδεχτώ
φοβάμαι να παραδεχτώ
φοβάμαι να παραδεχτώ ότι πίσω απ' τη φωνή μου
κρύβονται πολλές φωνούλες
ότι όταν βουτάω τη γλώσσα στο κρανίο μου
δεν στάζει σκέψη αλλά αίμα
γι' αυτό σε μένα δεν πιάνει εκείνο το παλιό ρητό
γιατί είμαι καλή στις μαγγανείες
γιατί δεν περιμένω τιμωρία
γιατί προσδοκώ τιμωρία
γιατί όταν βουτάω τη γλώσσα στο κρανίο μου
δεν στάζει αίμα αλλά φόβος



Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

η κυψελη δεν εχει ασανσερ









"τι αυταρεσκο χαμογελο
θα στο κοψω
μαλακισμενο
μου σπας τα νευρα 
παιρνεις παντα αυτο που θες, ε; 
ολοι της δίνουν αυτο που θελει
-γελας και τριβεσαι και παίρνεις αυτο που θες, ε;
γνεφεις; τι θες;  ολο γνεφεις
τι θες, ρε μαλακισμενο;" 
πηγα να πιαστω απ το μαξιλαρι
αλλα το κεφαλι μου κοπανησε στον τοιχο
θα βαζα τα κλαματα
αληθεια σου λεω
αλλα θυμηθηκα το βαρος 
του να φορτωνεις αγνωστους 
με προβληματα που δεν τους αφορουν
και δαγκωσα τη γλωσσα
"το δερμα σου εχει γινει κοκκινο"
αυτο μου αξιζει, το ξερω
"πώς εχεις γινει ετσι ρε μαλακα"
το μεικαπ ειχε ξεβαψει
ημουν φαια και ασχημη
αυτο μου αξιζει, σου λεω
μετα τη λυτρωση του να ποναω μονη μου
ερχεται η καθαρση του να με πονανε αλλοι
κοντρα στην επιθυμια μου
τη βουληση, την καυλα μου
εγω γυμνη και ματωμενη στο κρεβατι
-το λες κι αριστοτελικο-
τρεμω, ετρεμα, με εκανε να τρεμω
κι ενιωθα η χειρότερη της αγελης 
η λιγοτερη
τι σημασια έχει που δεν υπάρχει β' συγκριτικό 
-λιγοτερη-
κι υστερα, παμε παλι να μαθουμε
ποσο ποναει ενα πολυχρησιμοποιημενο ρουθουνι
κοιμομουν και το σωμα μου ηταν ο μοχλος του ονειρου
με καθε αλλαγη στασης στο στρωμα
αλλαζα δωματιο στο σπιτι
εβαζα το χερι πισω απ το μαξιλαρι
και τα γράμματά μου αποκτουσαν αξια
εβαζα την παλαμη κατω απ το μαγουλο
και μπορουσα να κοιμηθω αφοβα στην οδο ντελακουρ
τα μαλλια του ανεμιζαν στο τελος του διαδρομου
ολα πηγαιναν περιφημα
μονο, πισω στο σωμα 
το σπιντ ειναι η χαρα του φτωχου
και η καρδια μου κοντευε να σπασει 
και δε μου 'χε μεινει σαλιο για σαλιο
καθως αφουγκραζομουν τον ηλιο που εμπαινε στο δωματιο
καπου αναμεσα στον υπνο
το ξυπνητηρι
και το θανατο

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

σε στυλ πολυ μελλοου και τα ρεστα

θα 'θελα πολυ να είμαι κοριτσι νικολαΐδη. να εχω τζαγκουαρ και να ψωνιζω γκομενους απ την ομονοια χωρις να σιχαινομαι τα βρωμικα ρουχα τους, να τους πηδαω στο δερματινο σαλονακι και να τους βαζω ενα πακο χαρτονομισματα αφηνοντας τους στην εξωπορτα, μονο και μονο για το καπριτσιο, γιατι δεν θα θελω να καυλανταω με ανθρωπους του κυκλου μου μη με πουνε και πουτανα. θα θελα να μ' αρεσει πιο πολυ το αλκοολ, να τα εχω με τον επισημο γκομενο της παρεας και να δαγκωνω το χειλος του ποτηριου οσο αυτος γυροφερνει στο παρτι φλερταροντας. θα ηθελα να μοιαζω στη γκλορια γκεινορ, ή θα ηθελα να τα εχω με ενα αγορι που τα εχει με την κιμ νοβακ. αλλα δεν εχω λεφτα για τζαγκουαρ ούτε καμια τρελα με τα ομορφα αμαξια εδω που τα λεμε, σιγουρα δεν εχω λεφτα για να ψωνιζω ακυρους τυπους και σιγουρα δεν φοβαμαι μην με πουνε πουτανα. κι ας συμφωνησουμε πως ολα τα παραπανω ειναι κομματακι ντεμοντε, αλλα εκει βρισκεται η ειδοποιος διαφορα, καταλαβαινεις; οτι εγω θελω αυτο το ντεμοντε για παρτη μου. απο την αλλη, αν καποια εχει αναλαβει το ρολο του κοριτσιου αλλης δεκαετιας αυτη ειναι η κυριακουλα κι εγω δεν μπορω να της τον κλεψω ετσι αερα πατερα, δεν ειναι σωστο, κι ουτε που μου ταιριαζει πραγματικα. δεν ξερω τι μου ταιριαζει, μιας που το φερε η κουβεντα, εχω καταληξει στο οτι μου ταιριαζουν πολλα πραγματα ή οτι εγω ταιριαζω σε πολλα πραγματα, γιατι μεταλασσομαι και χωραω παντου και μιμουμαι πολυ ευκολα -ενα πολυ συγκεκριμενο ειδος ευφυιας, αν με ρωτατε, κι ενα διακεκριμενο ειδος αναπηριας απο την αλλη. σε καθε περιπτωση, οπως εχουμε ξαναπει, δεν ειμαστε οι χαρακτηρες που θελουμε να ειμαστε, αλλα αυτοι που ειμαστε, τελος, δεν μπορεις να κανεις και πολλα γι αυτο. 

*

τα συναισθηματα τα ζυμωνω και τα επεξεργαζομαι σαν κιμα, τ αγαπαω πολυ και τα θελω διαρκως κοντα μου, τ αγαπαω τα συναισθηματα, ποιος δεν ξερει την ανοιχτη μου κοντρα με τους λογικους επειτα. αλλα ειναι καποιες φορες που με πιεζουν και με στενευουν οπως οταν εχεις φαει πολυ και τσιτωνει το παντελονι. τοτε λεω πως δεν τα θελω και καλυτερα να περασουμε κατευθειαν στην εποχη των σαιμποργκ, στην δεκατη ή ενδεκατη τεχνολογικη επανασταση (μετραω σωστα, κυριε παππου;), να ειμαστε απο αγνο μεταλο στο απο μεσα κι απο εξω να ειμαστε ολοι κουκλοι και κουκλες και να μην δινουμε σημασια στα τριξιματα των βραχιονων μας. αλλα ουτε αυτο προβλεπω να γινεται στα κοντινα, οποτε αφου σε πεταξαν στη θαλασσα κολυμπα και μην πολυπαραπονιεσαι, γιατι εσυ το επελεξες κυρια μου αυτο, ενταξει; απο την αλλη, καθε φορα που βλεπω ανθρωπο ερωτευμενο, τον κοιταω με καταπληξη, μην πιστευοντας οτι αυτος ο ανθρωπος επιβιωνει του συναισθηματος του, σαν επιζοντα απο καταστροφικο τσουναμι ενα πραγμα, και λεω κοιτα να δεις, υπαρχει ζωη μετα τον ερωτα. ανακουφιζομαι και λεω ενταξει, θα περασει, θα επιζησουμε -που ειναι ηλιθιο, γιατι παντα ολα περνανε, κι αν δεν περασουν αυτοκτονεις και περναει η ζωη, αρα ναι ολα περνανε οποτε τι φοβασαι; αλλα δεν ηθελα να καταληξω εκει, βλεπεις εχω το εγχειριδιο για τα χαμηλοτερα συναισθηματα του κοσμου καπου ραμμενο μεσα μου, ενα εγχειριδιο που γραφτηκε πολυ ατσαλα, χωρις κανενα μπουσουλα, μονο με μυξες και πονους στην κοιλιτσα και λιγο αιματακι, και το εγχειριδιο αυτο μου λεει πως τα παω καλα -συνηθως. αλλα δεν αρκει, γιατι αλλο ενα κακο με τα συναισθηματα ειναι οτι τιποτα ποτε δεν αρκει. κι η επιθυμια εχει αξια μονο οσο συνεχιζει να αναπαραγεται ως επιθυμια κι οχι οταν εκπληρωθει, γι αυτο ειναι πιο ωραια η στιγμη που τρως απο τη στιγμη που χορτασες, ομως αντε βγαλε ακρη.

*

τι σημαινει σπιτι και γιατι αυτη η διαρκης αναζητηση σπιτιου; σπιτι οπως home, οχι house, καταλαβαινεις ελπιζω, σπιτι οπως λεμε γλυκαδα και "πορφυρα μεσημερια". γι αυτο παντα τελικος προορισμος ειναι το μανστεστερ, γιατι το μαντσεστερ ειναι ενα μεγαλο σπιτι, απο τις καθαρες πετσετες της αδελφης μου ως το ζεστο ξυλινο πατωμα του βαγγελη, αλλα κυριως γιατι επιστρεφω στον εαυτο μου οπως τον αφησα στα δεκατεσσερα, ν ακουω το λουσι ιν δε σκαι στ ακουστικα με την κορινα και να κλαιω στο λεωφορειο, τον κρις που υστερα κρεμαστηκε, εκεινο το στοιχειωμενο δωματιο στον δευτερο οροφο του σπιτιου του αντρεα που με εβαζαν να κοιμηθω κι εγω φοβομουν μανιασμενα, οι μεγαλες πρασινες κοιλαδες, οι βιντεοκλησεις με το πρωτο μου αγορι στην ελλαδα, ολα αυτα ειναι σπιτι, γι αυτο το μαντσεστερ ειναι παντα ο τελικος προορισμος. αλλο που δεν θα ειναι προορισμος για πολυ ακομα, βλεπεις απο ολα τα σπιτια πρεπει καποια στιγμη να σηκωθεις να φυγεις, να τους θυμωσεις και να επαναστατησεις, να φτυσεις στην πορτα τους και να πεις εγω δεν ξαναγυριζω εδω μεσα, ολα τα σπιτια πρεπει να σε πονεσουν και να σε διωξουν με τον τροπο τους. για να μπορεσεις, ετσι, σε δευτερο χρονο να επιστρεψεις.
δεν χρειαζεται βεβαια να πηγαινουμε τοσο μακρια για να βρουμε σπιτια, η μαμα της ροζας τη φωναζει ροζμαρι στο αμαξι κι η δικια μου μαμα με λεει φενακι, κι αν δεν ειναι αυτο σπιτι τοτε δεν ξερω τι ειναι. καποια σπιτια διατηρουν τη σπιτοσυνη τους για πολυ πολυ καιρο, άλλα μονο για λιγες ωρες, κι εδω τωρα ειναι μια καλη στιγμη να εκτιμησουμε και να στειλουμε αγαπη σ'ολα τα σπιτια που ειχαμε κατα καιρους. ενταξει;

*

με τη μολλυ πηγαινε σινεμα καθε τεταρτη εξι με οκτω, ετσι εγινε η μολλυ εξι με οκτω, η μολλυ που γνωρισε ολες τις μεγαλες ασπρομαυρες φιλεναδες του, η μολλυ που σταματησε να την παιρνει στο τηλεφωνο γιατι το σηκωνε παντα ο γερος της. η μολλυ επιβιωσε δυο ολοκληρα βιβλια του νικολαιδη χωρις να της αλλαξει ονομα οπως εκανε σε αλλους της παρεας, η μολλυ ηταν σημαντικη γιατι πολυ την αγαπησε ομως ποτε δεν εγινε ακριβως δικη του, οχι οτι τον εφτυνε ή κατι, απλως δεν εγινε ας πουμε. η μολλυ ηταν σημαντικη κι ας της αφιερωσε λιγες σελιδες, σε συγκριση με αλλους της παρεας του γκριν παρκ, η μολλυ ειναι η μελαγχολια κι ο πονος ολων μας, κλεισμενα σ ενα κουτακι με χρυσοσκονη, η μολλυ ειναι ολα αυτα που γινονται κομπος στο στομαχι και το λαιμο σου και δε σ' αφηνουν να μιλησεις, η μολλυ ειναι αυτο που σε κανει να θελεις να κλαψεις, η μολλυ ειναι ο αεναος κυκλος, η μολλυ ειναι η απαντηση στο "γιατι ερωτευτηκα αυτον τον μαλακα κι οχι εναν αλλο μαλακα;", η μολλυ ειναι τα κλειστοφοβικα συναισθηματα που θελουν να αναδυθουν, η μολλυ ειναι οι παιδικοι μας φοβοι. αχ, μολλυ, μολλυ εξι με οκτω.
κι υστερα ειναι η βερα. "στη βερα. σε μια καποια βερα, τελος παντων". ή, "όλοι έχουμε μια βερα". ή "σε όλες τις βερες του κοσμου". 
καταλαβαινεις;

*

στα αγορια ποτε δεν μιλησα για καποιο "παντα" ή καποια τετοια ανοησια -εκτος, ισως, απο εναν. στ αγορια μιλαω για το τελος. το τελος του κοσμου, το τελος του συμπαντος, το τελος το δικο μας. πολυ καλυτερα χωραμε σε αυτο, δε νομιζεις; 


και κατι για το καληνυχτα

Μαζι χρησιμοποιησαμε: εποχες, βιβλια, μουσικη
Τα κλειδια, τις κουπες του τσαγιου, την ψωμιερα
λινα σεντονια κι ενα κρεβατι
Μια προικα φεραμε απο λεξεις, απο φερσιματα, 
χρησιμοποιηθηκαν, αναλωθηκαν
Σεβαστηκαμε τους κανονες του σπιτιου. Στα λογια
στην πραξη. Και παντα διναμε τα χερια

Ερωτευτηκα, τον χειμωνα, ενα βιεννεζικο
και το καλοκαιρι, ενα χωριουδακι στα βουνα
μια αμμουδια, κι ενα κρεβατι
Αντικειμνο λατρειας οι ημερομηνιες, τις υποσχεσεις
κηρυξαμε απροσβλητες
ινδαλμα μας το Κατι και μπροστα στο Τιποτα
σταθηκαμε με σεβασμο
(στη διπλωμενη εφημεριδα, στην κρυα σταχτη
σ' ενα σημειωμα)
αφοβοι μπρος στη θρησκεια, ναος μας ηταν αυτο
το κρεβατι

Απο τη θεα στη θαλασσα πηγαζε η ανεξαντλητη
ζωγραφικη μου
Ψηλα απ' το μπαλκονι χαιρετουσα τον λαο
τους γειτονες μου
Κοντα στο τζακι, στη ζεστασια, ειχαν τα μαλλια
μου το πιο
βουερο τους χρωμα
Το κουδουνισμα στην πορτα ηταν συναγερμος
για τη χαρα μου
Δεν εχασα εσενα
ολον τον κοσμο εχασα

ινγκεμποργκ μπαχμαν, ενα ειδος απωλειας


Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

T - rex


Judith beheading Holofernes, 1599, Caravaggio (detail)





13.11.17

στο αγόρι που φοβάται τα άλογα,
ξανά


τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ιστορίας
κι όλη η ακαντίμια
οι τουρίστες
οι μαθήτριες
μπροστά από χοντρά τζάμια
τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ιστορίας
για να μαζευτούμε χθες γύρω απ' τη φωτιά
πάλι είπαμε παραμύθια
και τα ένστικτα, πάλι
πήρανε μπρος, τα ένστικτα
η λύσσα για διέγερση, φαΐ και καύλα
τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ιστορίας και κυνισμού
για να κάθομαι
στο στασίδι της μεγάλης καθολικής εκκλησίας
στον πάγκο του μουσείου
και να μην έχω ιδέα
τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ιστορίας
για να οδηγούν τα τοπία πίσω απ' τα παράθυρα
όλα να οδηγούν σε σένα
η φυγόκεντρος που με στέλνει
να περπατώ νοητά
στα καρφιά που ενώνουν
τη μία άκρη της γης με την άλλη
όλα συγκλίνουν σ' αυτή τη στιγμή
πεδιάδες και πεσμένα φύλλα
κι αγόρια για μένα
όλα τα αγόρια για μένα
όμως
εσύ
τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ιστορίας
για να 'ρθεις εσύ

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

i've.been.edited .exe




8.11.17

στο αγόρι που φοβάται τα άλογα

τα ποιήματα
τα καλύτερά μου ποιήματα
θέλω να σου γράψω ποιήματα
πριν πνιγώ
και φτύσω
όλες τις ουσίες κι όλο το φλέγμα
όπως πνίγομαι με τον καπνό
τι απελευθερωτική στιγμή, θε μου
φτύσε
φτύσε με
και δε θα σε φτύσω ποτέ
από μέσα μου
κι όταν πονάει η καρδιά
απ' τις αρρυθμίες
μ' αρέσει
αλήθεια σου λέω, αλήθεια
αλήθεια μ' αρέσει
και μετά γλιστράω στα πλακάκια
γλιστράω πάνω σε σώματα
γλιστράω στη λεκάνη
κι είσαι εκεί
ή καλύτερα,
δεν είσαι
γιατί αν ήσουν
ποιος ξέρει θε μου
αν ήσουν

απ' το κεντάκι ως τους μπιτ
όλη τη γαμωαμερική
θα διασχίσουμε την κωλοαμερική
για να βρούμε τις τελείες μου
το σπλιν
το γαμημένο σπλιν
άκουσέ με
χιλιόμετρα και συνοριακές γραμμές μακριά
άκουσέ με να ξερνάω
για πάρτη σου
να ωρύομαι πως με λένε μαργαρίτα
σε λένε βέρνορ
βολάντ, μαιτρ
άκουσέ με
να ικετεύω να βαρεθώ
τη συνειρμική γραφή και
τη γη που γυρνάει
για μια καταστροφή ζούμε
αλλά για τι πεθαίνουμε;
τι στο διάολο μας έμεινε
για να πεθάνουμε;
η χημική σεροτονίνη;
ο έρωτας;
η επανάσταση;
θεέ μου, μαλακίες
άκουσέ με να γράφω μαλακίες
άκουσέ με να μην τελειώνω 
αυτό το ποίήμα

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

σομπερ αζ φακ αναγνώσματα





ένα βράδυ πληροί όλες τις
προϋποθέσεις
για να είναι παραμύθι
γιατί
κάθε βράδυ,
όπως κάθε παραμύθι
έχει αρχή και τέλος
κι όχι μόνο αυτό
ορίζεται χωρικά και χρονικά
μακριά, κάπου -συνήθως
αλλά όχι μόνο αυτό
κάθε βράδυ
είναι ένα μικρό κουτάκι
με μανιβέλα
που το γυρνάς, το γυρνάς
και παίζει τσαϊκόφσκι κι άλλους ρώσους και γάλλους
τέτοιους
και μετά το κλείνεις κι είναι εκεί για πάντα
οι μελωδία κι οι νότες
κι αν το ξανανοίξεις
πάλι εκεί θα 'ναι
όπως κι ένα παραμύθι
θα το αφήσεις πεταμένο να σκονίζεται
κι όταν γυρίσεις 
το εξώφυλλο, ε εκεί θα είναι
κι ύστερα το παραμύθι
έχει τον ήρωα και τον αντιήρωα
κι ο αντιήρωας είναι ο κακός
μα είναι κακός γιατί κάποτε έκλαψε
και πληγώθηκε και μάτωσε
και ήταν λίγο μαλάκας
και τα μάγουλά του κοκκίνισαν
κι έγινε κακός μια μέρα
και τώρα να, αντιήρωας δηλαδή
-πολύ καλύτερα απ' το να είσαι ήρωας που λες
μα εν πάση περιπτώσει, συνυπάρχουν διαλεκτικά
όπως σε κάθε βράδυ οι φιγούρες
ήρωες και αντιήρωες
αν και στο τέλος τι σημασία έχει
-μα δεν είναι μόνο αυτό
γιατί το παραμύθι έχει χρώματα
και μαγεία
έτσι και το βράδυ εχει την υφή
που σε κάνει να νιώθεις
ότι, διάολε, αυτό το συνηθισμένο στενάκι
αυτή η πέρα για πέρα τετριμμένη πόλη
αυτά τα φρεάτια
κυλούν κάπου πιο μακριά απ' τα περιγράμματά τους

κι ύστερα τέλος
λύτρωση το παραμύθι
ύπνος μακάριος το βράδυ
κάλπικες καταλήξεις
όπως τοτε
που έκλαιγες τσιμισκή - βουλγαροκτόνου
γιατί οβερντόουζ, να γιατί
κι όμως, ποιος θα μπορούσε 
να ζήσει χωρίς παραμύθια
ή τέλος πάντων
να πεθάνει δίχως βράδια να θυμάται;

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

η πιο μωβ ιστορια στο επεκτεινομενο συμπαν αμην




βήχω φλέγμα
για ν' αποβάλω τα υγρά και τον ιδρώτα
των γεννητικών σου οργάνων
γράφω λέξεις δύσκολες
λεξούλες
λέξεις ψέματα
λέξεις λέξεις
όχι γιατί δεν τις εννοώ
μα γιατί δεν μπορώ να τις σηκώσω
έτσι, τρέχαμε χαϊδεύοντας τις κάνες
βάζοντας τετάρτη ξανά και ξανά και ξανά
και "ξέρεις, δεν είμαι επαναστατικός"
σκεφτόμουν, που λες, να γράψω μια ιστορία
όπου θα μπορέσω επιτέλους
να σου κολλήσω το όπλο στο κεφαλάκι
αφού πρώτα χαϊδέψω για τελευταία φορά
τις ζωγραφιές σου
αφού ξαναφορέσεις
το χοντρό μαύρο δερμάτινο με τους κόκκινους αγκώνες
ήσουν καλό πορτραίτο ήρωα και είχε πλάκα
όμως και πάλι
δε θα σταματήσω να υποκρίνομαι λυσσασμένα
το πιο γοητευτικό πλάσμα του κόσμου
ακόμα και τη στιγμή
που θα ξεκολλάω
τους καμβάδες
με ψαλίδι
απ' το σώμα σου


Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

οδηγίες μητροπολιτικής επιβίωσης

unknown



βγαίνω για κυνήγι 
στις σκουριασμένες μητροπόλεις
κρατώντας το ξύλινο φλάουτο
της φυλής μου
τα μάτια μου στάζουν
στο τσιμέντο
κι αναζητώ το πιο γλυκό ψαχνό
στοχεύοντας στον όχλο
-σπατάλη-
τα βράδια εκτονώνω
τα χειρότερα ένστικτα
στα θύματα που με πάθος
νομίζουν ότι με ρίχνουν στις φωλιές τους
-μα εγώ τους απομυζώ 
συγκεντρώνω μάρκες
για να χτυπήσω το επόμενο
ανυποψίαστο πλάσμα
ζω απ' το χειροκρότημα
και κουλουριάζομαι πλάι σε ξένα ζωντανά
δίχως ποτέ να κοιμάμαι
το κουφάρι μου σέρνεται
με οδοντογλυφίδες στα μάτια
κι επίπλαστες τοξίνες 
στο μεδούλι
κι ο μόνος οργασμός
που μου προκαλεί ευχαρίστηση
είναι το απορρέον αίμα
στα χαρτιά του γραφείου

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

The best worst parts of non-stop Hoeing





στις μυήσεις στην ασκληπιού


το αγόρι τής ακούμπησε
ένα τριαντάφυλλο
στο πρόσωπο
ξυπνώντας την
το κορίτσι τής είπε
ότι θέλει να ερωτευτεί
και την τράβηξε απ' τη μέση
το αγόρι τής μουρμούρισε
"σήμερα δε σ'αρέσω
δίνεις φιλιά διεκπαιρέωσης"
το αγόρι τής είπε
"είσαι η πιο όμορφη γυναίκα
που έχει πλαγιάσει
σ' αυτό το στρώμα"
γυναίκα, κορνήλιε
-με είπε γυναίκα
πιάσε άλλο ένα, μα
με είπε γυναίκα
κι άλλοι "γυναίκα" είπαν
όμως
το αίμα μου είναι ροζ
και βρωμάω αδρεναλίνη
κορίτσι, κορνήλιε
είμαι κορίτσι
ο κόλπος μου συσπάται
κι ο εγκέφαλος εκκρίνει ντοπαμίνη
τελειώνω
και κάθε φορά έρχομαι πιο κοντά στο νεκροσέντονο
κάθε φορά απομακρύνομαι απ' το στραβό κυνόδοντα
και τη ρυτίδα στο στόμα του

δεν είμαι γυναίκα, κορνήλιε
ανάθεμα
δεν έχω μήτρα
μόνο δυσλειτουργικούς αμφισβληστροειδείς
με χαϊδεύουν
ψιθυρίζουν
γελάω
σκίζω τις φλέβες στο φαντασιακό
κορνήλιε, δεν ήθελα να τον φιλήσω
γιατί τα χείλη του έσταζαν ρούμι


μυρίζω τον έρωτά τους
όπως τα σκυλιά οσφραίνονται το φόβο και γρυλίζουν
εγώ φεύγω, κορνήλιε
γρατζουνάω, γελάω και φεύγω
εκείνος με μύρισε, κορνήλιε
κι έβαλε το ρεβόλβερ
στον κρόταφο
της άνοιξης

((
κι αφού γκώσαμε από έρωτα
κι αφού η επανάσταση δε θα 'ρθει
τι έμεινε για να πεθάνουμε;
μάλλον με την ύπαρξη στο χέρι στρώσαμε
-αντικοινωνικές σερβιτόρες
και άντρες που μάθαν να στολίζουν δέντρο με τη μάνα τους
))


απρίλιος 2017

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

bArely An Adult, still enjoying mAlcolm



ο ουρανός αστράφτει
και φέρνει στη μπάρα
άντρες που μυρίζουν ενυδατική
και δεν έχουν πολλά να πουν
τα σύννεφα ραγίζουν
κι εσύ δεν ανήκεις εδώ
μα, καλύτερα,
πλάι στη μητρόπολη
και τις κρίσεις πανικού
και τη γλυκιά άσφαλτο που λιώνει
κεφάλια κι αποχαιρετισμούς
την αυγή
θυμήθηκα όμως εκείνο το κορίτσι που
γύρισε να κοιτάξει το αγόρι πάνω στη μηχανή
αφού είπαν αντίο
κι ο ήλιος χάραζε στη λεωφόρο
και το αγόρι, αλήθεια,
τη χάζευε ήδη
μα, ποιος νοιάζεται πια
βλέπεις
έπεσε λευκό λευκότατο χιόνι
στο ρινικό σύστημα
ίσως ήταν για καλο
τι να πεις
-νύχτωσε βλέπεις
κι η λάμπα καίει ξανά
κι ήρθε κι άλλος άντρας
τους βαρέθηκα, σου λέω
τουλάχιστον αυτός έχει αναπτήρα
(αν δεν είσαι χρήσιμος στη σερβιτόρα
τι διάολο γυρεύεις εδώ;)

κι εσύ με ρωτάς
τι απέγινε ο τύπος με το μπράουνινγκ
κι εγώ σου λέω
ότι αυτό, μικρέ μου,
είναι μια άλλη ιστορία

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

a machine called molly

digital depiction of misery, oropos, 2017



λευκές σταγόνες
λευκοί κρύσταλλοι
σε μεγαλοπρεπείς εγκεφαλικούς χορούς
μονάδα μέτρησης: βάρος ανά δευτερόλεπτο
χαμένο σε αστρικές προφυλάξεις
αστικών μεσημεριών
ο ήλιος φωτίζει
εισβάλλει στο δωμάτιο
οι μπλακ αουτ κουρτίνες τραβιούνται
κάποιος χτυπάει την πόρτα του μοτέλ
έχει ένα μπράουνινγκ στην τσέπη
κι άδειο ποτήρι στο χέρι

λευκές σταγόνες
λευκοί κρύσταλλοι
θαμμένοι σε σπηλιές
μηρών και πελμάτων
λευκοί κρύσταλλοι
μέχρι να τρέξει ποτάμι
το αίμα απ' τη μύτη
μέχρι η πικρίλα στο λάρυγγα
να γίνει η μόνη ερωμένη
λευκοί κρύσταλλοι
κι η ώρα πέρασε
μέσα σε εξήντα τσικ

η διαλεκτική των δαχτύλων
στου πρόποδες του στήθους
στο ξεκίνημα της λεκάνης
η αρνητική διαλεκτική
του "μέχρι εδώ, γιατί μετά καήκαμε"
όμως κάποτε ξημερώνει
κάποτε ο ήλιος στέκεται μεσούρανα
κρίμα
κάποτε πρέπει να κοιτάξετε
τον τυπά με το μπράουνινγκ και το ποτήρι
όμως κάθε φορά που ανοίγει το στόμα
ακούγονται φτερουγίσματα πουλιών
κι εσείς χάνετε τις λέξεις
κι εσείς δεν μπορείτε ν' ανακαλέσετε
κι εσείς θέλετε να κλείσετε την πόρτα
να μείνετε για πάντα
στο νησί του ατλαντικού
στο μοτέλ του τέξας
στην κρουαζιέρα χωρίς δείπνο πληρωμένο
λειψά, μονά κι επίπονα
μπουμ μπουμ μπουμ 

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

μωρό μου, θα με πνίξεις στις διακοπές μας;




τα δάχτυλα γέμισαν αίμα
γρατζούνισαν τους μηρούς
άφησαν κόκκινα αποτυπώματα
το αίμα είναι
η κάθαρση
το αίμα είναι
το μολύβι στην έκθεση
το αίμα είναι
σκορπισμένο στα βουλεβάρτα των αιώνων
-αμήν

η σοφίτα έκαιγε
απ'την πρωινή ζέστη
οι τούφες μαλλιών κολλούσαν
στο μέτωπο που έσταζε ιδρώτα

γκροτέσκ καλημέρα

κερδίσατε και σήμερα
ένα λόγο ύπαρξης

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

[[sometimes]] making something leads to nothing




αυτό το κρασί
αυτή η ρυτίδα
το χαντάκι που χαζεύεις
ένα απόγευμα με ήλιο
όλα είναι παιχνίδι, επιμένω
τόσα χρόνια μετά -επιμένω
ή θα σε σκοτώσουν
ή θα σκοτώσεις εσένα
η ηδονή δεν έχει τέλμα
μαρτυράς στο βωμό της
για να θυμηθείς πώς είναι ν' αναπνέεις
μέχρι να σου κοπεί οριστικά η ανάσα
τα σκυλιά γρυλιζουν
στον απέναντι λόφο
η πόρτα θ' ανοίξει
κι ένα άλλο καζάνι θα εμφανιστεί
δεν έμαθες να ζητάς συγγνώμη,
ν' αγαπάς,
ή να συγχωρείς
μόνο αξιώνεις κανονιστικά τα σύννεφα
προβάλλεις τον πόνο στο δέρμα
με την ελπίδα η πληγή που πονάει
να κλείσει
αγνοείς τις ταχυκαρδίες για
ένα ακόμα γράμμα
μια ακόμα σταγόνα
ένα ακόμα σκίσιμο
μια ακόμα τσούχτρα στις κοιλιές σας
που γουργουρίζουν για τα μάτια μου
η άνοιξη αργοπεθαίνει στην ασκληπιού
η άνοιξη αργοπεθαίνει στην ταράτσα
κι εγώ αργοπεθαίνω έξω απ' την πραγματικότητα
που θα 'θελα να μου είχαν χαρίσει

σιχαίνομαι τις ευχές
σιχαίνομαι να μην παίρνω αυτό που θέλω
σιχαίνομαι τα μηνύματά σας
τις φωνές σας στο τηλέφωνο
είμαι ένα κακομαθημένο αγοράκι
που παίζει με τις μπρίζες

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

στεπκιντς




27.4.17


μολύβι
για μια σωτηρία
(που δεν θα έρθει)
για μια ψυχή
(που δεν θα υπήρχε, εάν δεν την επινοούσαμε)
για μια ύπαρξη
(που δεν θα είχε νόημα να επινοήσουμε, 
νηφάλιες
ή έστω έχουσες σώας τας φρένας)
κι έπειτα, στο ψέμα
εναποθέτω τον αριστερό μου μαστό
κι επιτρέπω στο υπόλοιπο 
σώμα
μηχανικά να επιπλεύσει
στις αύρες των περαστικών και 
στις γωνίες μιας πόλης 
που μαστίζεται από τετράγωνα.

εδώ κι εκεί
τα δόντια μου στο δέρμα σου,
κι αφού ξέχασα να γράφω για έρωτα
μόνο η αυτοαναφορικότητα
μας έμεινε

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

ψάχν-ουμε



στ' αφεντικά δε δίνεις μόνο οκτώ ώρες
και πολλή υπεραξία
χαρίζεις, κιόλας
πνεύμα, συνήθεια, νεύρο
-γι' αυτό,
κοιτάς την ώρα
μέσα απ' τα κινητά των πελατών
ή, την ακούς αναγγελία
τόνους γκρίνουιτς
τη βλέπεις στην πράσινη ένδειξη της ταμειακής,
την ψάχνεις στις αποδείξεις των τραπεζιών
κι όμως,
δεν έχουν περάσει παρά δέκα λεπτά
-μισή ώρα στην καλύτερη-
απ' την τελευταία φορά,
και θυμάσαι ξανά
πόσο κακή συνήθεια είναι
να περιμένεις το χρόνο να κάνει τη δουλειά του

όμως ακούγεται ένα τραγούδι,
ή εμφανίζεται ένα αγόρι με χαμόγελο
και κάπα ν' ανεμίζει,
που θα σου πουν
"εντάξει, άντεξε άλλη μια ώρα"
κι εκεί
θ' ανακαλέσεις ένα άλλο αγόρι
να λέει
με λαμπερά μάτια και πείσμα
"μέχρι να πεθάνω
θα μου ανοίγουν δικογραφίες"
κι ίσως τα βράδια να σβήνεις σε κρεβάτια
μα ο κόσμος αρχίζει
στην ευλογία
-τη μόνη ευλογία-
των βρώμικων χεριών που σε άγγιξαν στο πεζοδρόμιο
των βρώμικων χεριών
που έσφιξαν τα δάχτυλά σου
που κράτησαν τις παλάμες σου
τις φίλησαν
κι έκλαψαν πάνω τους
"αυτά πληρώνω;" ρωτάει
κι η ντροπή είναι όλη δική σου
-μην τολμήσεις και κλάψεις-
"αν πεθάνω, άφησέ με εδώ
μην κάνεις τίποτα
μην προσπαθήσεις να με σώσεις"
και τα εκαβ δεν θα 'ρθουν
ούτε απόψε
γιατί ο κόσμος καταστρέφεται
εντελώς διαφορετικά
από αυτό που φανταζόμασταν
-εμείς είμαστε η καταστροφή
κι όχι η καταστροφή η λύτρωση
είμαστε ένοχοι αυτού
που πάμε ν' αποποιηθούμε
και το κουβαλάμε ειρωνικά στην πλάτη μας
χωρίς
να
έχουμε
ιδέα.