Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

ιστορίες από(π)ληξης






1.
την πέμπτη το πρωί έκανε κρύο
κι ενώ κοιμηθήκαμε τρεις
η μία σηκώθηκε να μαζέψει
ο άλλος για δουλειά
και το πάπλωμα έπεφτε παγωμένο
στα κόκαλά μου
και τα μάτια μου πονούσαν, στεγνά
και το στόμα μύριζε τάδε βόλιουμ αλκοόλ
και σηκώθηκα, τι να 'κανα μόνη
σ' ένα κρεβάτι που κοιμήθηκαν τρεις
και στο άλλο δωμάτιο τα παράθυρα ήταν θολά
κι ο άερας κοπανούσε τα κλαριά
κι η βροχή τα έκανε όλα
αχνά θαλασσί
στο κρεβάτι κοιμόταν μ' ανοιχτό στόμα
κάποιος που σχεδόν θυμόμουν
φόρεσα το καλσόν
κι οι πέρλες στόλιζαν το κενό
πάνω απ' τα γυμνά στήθη μου
κι έσκιαχνα τα μαλλιά
που βρωμούσαν καπνό
και τα μάτια μου είχαν ξεβαμμένο μολύβι
και ροζ γκλίτερ
-κελ ντεκαντάνς ρε παιδί μου-
ώσπου ακούω μουρμουρητά
κι αυτός που σχεδόν θυμόμουν
τώρα με χαζεύει
ψελίζει
"μήπως παίζω σε ταινία του βούλγαρη;"
κι εγώ γελάω
κι ο αέρας δίνει μία
και βροντάει το παράθυρο

2.
την παρασκευή το πρωί έκανε κρύο
κι ενώ κοιμηθήκαμε τρεις
σηκώθηκα να πάω για δουλειά
ο μικρός είχε κουλουριαστεί στη μία άκρη
ο μεγάλος είχε ανοίξει τα μάτια
ούτε αγκαλιές, ούτε φιλιά, μόνο τσάι
με έστειλε να φτιάξω
και το υπόλοιπο σπίτι δεν είχε σόμπα
κι η κουζίνα δεν είχε ζάχαρη
όμως τέλος πάντων
αγίου μελετίου, παραήταν πρωί ρε μαλάκα
αγίου μελετίου, και σε δέκα λεπτά είσαι αττική
κυψέλη - κέντρο του κόσμου
τρία τραγούδια υπόθεση, σου λέω

3.
το σάββατο το πρωί έκανε λίγο κρύο
και το αγόρι πετάχτηκε γιατί δούλευε
-εγώ την έκαψα την εργάσιμη
ποιος πάει να δουλέψεις στις εφτά
ενώ κοιμάται με ξανθό ψηλό με γωνίες,
ρε παιδιά-
φιλιά και τέτοια δεν τα συζητάω
έναν καφέ μου ξεπέταξε
και δεν πίνω καφέ, να σου πω
αλλά τουλάχιστον είχε ζάχαρη
τουλάχιστον φύγαμε μαζί
και λεωφορείο και καλημέρα
και πάει κι αυτός
στην ευχή του θεού

4.
την κυριακή ξημέρωσαν χριστούγεννα
-σιγά μη σας έκανα τη χάρη
να 'χε κρύο ρε κουφάλες
σα πως σας κάνει σενάριο ο ντίκενς-
χριστούγεννα και ήλιος, λοιπόν
κι ανοίγω τα μάτια
κι οι ρυτίδες κύκλωναν τα ματάκια του
ήταν κάποτε το πιο
όμορφο αγόρι του κόσμου
όλα ξεκίνησαν σ' εκείνο το βιβλιοπωλείο
που πήγαινα τ' αγόρια για βουντού
όμως εκεί την πάτησα
σα να λέμε
μου φτιαχνε, κάποτε
φράουλα-αμύγδαλο πρωινό
αργοπορούσε γιατί ξεχνιόταν παίζοντας τρομπέτα
μ' αγκάλιαζε όταν έτρεμα μετά τη δουλειά
-αυτά, τότε
μετά έφυγε
κι εγώ έκλαιγα κάτω απ' το σπίτι του
και του άφηνα γράμματα
γιατί δεν ξέρετε
πώς ειναι να χάνεις
το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου
όμως ξημέρωσαν χριστούγεννα
και τον κοιτούσα κοιμισμένο
"δεν έχεις ιδέα τι πέρασα
για να μπορώ να σε κοιτάω
και να μη νιώθω τίποτα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου