Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

12.21




Σ'ένα κουτάκι βάζω μια μασέλα παραπεταμένη, λέξεις που μάζεψα από λεξικά, τόνους και άνω τελείες από νοητικά πληκτρολόγια, την πρώτη του Σεπτέμβρη κι ένα κύμα που σκάει μια δροσερή αυγουστονύχτα, τους βολβούς των ματιών της, ένα δάκρυ του από κείνα που παραλίγο να δω, το καλοκαίρι του 2012, τα λίγα εναπομείναντα νησιά στο Αιγαίο και τις εκατοντάδες ανεξερεύνητες ζούγκλες της Ευρώπης, τα βιβλία που δεν είναι τσέπης, μια σημαία απ' τον εμφύλιο του 1936.
Το κουτάκι κλείνει, κι εγώ το βάζω στο πιο ψηλό σημείο του δωματίου, ανάβω ένα τσιγάρο, πετάω τον αναμμένο ζίπο στο χαλί, το μέρος σιγά σιγά λαμπαδιάζει, τα καλάμια μου αρπάζουν, το νυχτικό μου αρπάζει, και τώρα σας γράφω απ' την κόλαση.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

στον καναπέ





λοιπόν, γνωρίζω κάποιον που παίζει πολύ όμορφα πιάνο και που στέκεται παράξενα.
όμως, ακόμα δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα παρατηρήσει την κλωστή στο σώμα μου.
δε θα σας πω το λόγο ύπαρξής της, μάθετε όμως πως είναι σημαντική.
σε φοβίζω έτσι όπως κάθομαι;
ηρέμησε. κλειδαμπάρωσα πάλι το άγχος και τις φοβίες και τη γκρίνια σ'ένα σεντούκι με μάλλινη κλειδαριά, κι από πάνω έριξα ένα σεντόνι.
η αλήθεια βέβαια είναι, πως σε τέτοιες στιγμές κρύβομαι πίσω απ' την κουρτίνα κι ενώ τα πόδια μου φαίνονται, εγώ με νομίζω αόρατη.


αγαπώ τις μαύρες πεταλούδες που μου σβουρίζουν το κεφάλι, έτσι κατάλαβα σήμερα.
πώς αλλιώς εξηγείται το ότι τις απελευθερώνω εκουσίως απ' το βαζάκι τους;

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Εγώ, η Σοφία Αμούνδσεν





Βρισκόταν σ' ένα ξέφωτο, δε φοβόταν τις τριχωτές κάμπιες που περπατούσαν νωχελικά γύρω της. Ο ήλιος έπεφτε μέσα απ' τα δέντρα. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μικρές πλεξούδες.
Απέναντί της καθόταν αυτός που έμοιαζε με ξωτικό. Είχε άσπρο μυτερό γενάκι, ήταν κοντός και καραφλός. Ευγενικός. Κάποτε, της χάρισε τρία κάμελ όταν εκείνη είχε ξεμείνει από καπνό.
Έπιναν τσάι σε ποτήρια πορσελάνης, με ζωγραφισμένους γαλάζιους γλάρους.
Το κορίτσι τού έδειχνε έναν πίνακά της -δε ζωγράφιζε σχεδόν ποτέ, η αλήθεια είναι.
Ο άντρας τη ρώτησε κάτι που δεν είχε απάντηση εύκολη. Ο αέρας μύριζε αγριοκέρασα κι ο ουρανός είχε το συνηθισμένο μωβ χρώμα. Τα μακριά, πεσμένα κλαριά της ιτιάς ακουμπούσαν την ημίγυμνη πλάτη του κοριτσιού.
Η συνάντησή τους αυτή δεν είχε τέλος. Την άφηναν πάντα στη μέση. Σηκώνονταν, ξεσκονίζονταν, ακουμπούσαν στη μεγάλη πέτρα τα μισογεμάτα φλιτζάνια τους και κλειδαμπάρωναν την πόρτα που οδηγούσε στο ξέφωτο.
Δε φοβόταν τις τριχωτές κάμπιες που περπατούσαν νωχελικά γύρω της. Ο ήλιος έπεφτε μέσα απ' τα δέντρα. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μικρές πλεξούδες...