στ' αφεντικά δε δίνεις μόνο οκτώ ώρες
και πολλή υπεραξία
χαρίζεις, κιόλας
πνεύμα, συνήθεια, νεύρο
-γι' αυτό,
κοιτάς την ώρα
μέσα απ' τα κινητά των πελατών
ή, την ακούς αναγγελία
τόνους γκρίνουιτς
τη βλέπεις στην πράσινη ένδειξη της ταμειακής,
την ψάχνεις στις αποδείξεις των τραπεζιών
κι όμως,
δεν έχουν περάσει παρά δέκα λεπτά
-μισή ώρα στην καλύτερη-
απ' την τελευταία φορά,
και θυμάσαι ξανά
πόσο κακή συνήθεια είναι
να περιμένεις το χρόνο να κάνει τη δουλειά του
όμως ακούγεται ένα τραγούδι,
ή εμφανίζεται ένα αγόρι με χαμόγελο
και κάπα ν' ανεμίζει,
που θα σου πουν
"εντάξει, άντεξε άλλη μια ώρα"
κι εκεί
θ' ανακαλέσεις ένα άλλο αγόρι
να λέει
με λαμπερά μάτια και πείσμα
"μέχρι να πεθάνω
θα μου ανοίγουν δικογραφίες"
κι ίσως τα βράδια να σβήνεις σε κρεβάτια
μα ο κόσμος αρχίζει
στην ευλογία
-τη μόνη ευλογία-
των βρώμικων χεριών που σε άγγιξαν στο πεζοδρόμιο
των βρώμικων χεριών
που έσφιξαν τα δάχτυλά σου
που κράτησαν τις παλάμες σου
τις φίλησαν
κι έκλαψαν πάνω τους
"αυτά πληρώνω;" ρωτάει
κι η ντροπή είναι όλη δική σου
-μην τολμήσεις και κλάψεις-
"αν πεθάνω, άφησέ με εδώ
μην κάνεις τίποτα
μην προσπαθήσεις να με σώσεις"
και τα εκαβ δεν θα 'ρθουν
ούτε απόψε
γιατί ο κόσμος καταστρέφεται
εντελώς διαφορετικά
από αυτό που φανταζόμασταν
-εμείς είμαστε η καταστροφή
κι όχι η καταστροφή η λύτρωση
είμαστε ένοχοι αυτού
που πάμε ν' αποποιηθούμε
και το κουβαλάμε ειρωνικά στην πλάτη μας
χωρίς
να
έχουμε
ιδέα.
Πάρα πολύ όμορφο....! πάρα πολύ μεγάλα νοήματα δοσμένα με εξαίρετο τρόπο και λυρισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο στη γραφή σου.