Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

όπου απ' το μηδέν στο εκατό

Ο Δημήτρης με κοιτούσε απ' την άλλη άκρη της μπάρας του Λα Λούνα. Τον πέτυχα τις προάλλες, εγώ πήγαινα για δουλειά κι αυτός γυρνούσε, κοιταχτήκαμε φευγαλέα μέσα απ' τον καθρέφτη της μηχανής, σταμάτησε, έκανα να τον αναγνωρίσω ένα τσακ, του λέω τι κάνεις εδώ, να τα πούμε. Ο Δημήτρης οκτώ παρά το πρωί πάνω στη μηχανή του, γυρνώντας από δουλειά, απάντησε "έχω κοπέλα", κι όταν κάποιος το λέει αυτό οκτώ παρά το πρωί γυρνώντας από δουλειά, σημαίνει πως το εννοεί. Την τελευταία φορά που τον είχα δει, δεν θυμόμουν τ' όνομά του, θυμόμουν όμως τι τατουάζ είχε στο μπούτι. 
Ο Δημήτρης με κοιτούσε απ' την άλλη άκρη της μπάρας του Λα Λούνα, το χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλο, ελαφρύ χαμόγελο και με κάποια σκέψη πίσω απ' το κούτελο. Όταν τον γνώρισα το κοντέρ έγραφε 2017, δεν ήξερα πού μου πάν' τα τέσσερα, δούλευα σε σουβλατζίδικο και έκανα ό,τι μπορούσα για να μην γυρίσω ποτέ σπίτι. 

Στο Λα Λούνα μας αφήνουν να μπαίνουμε πού και πού τσάμπα, γιατί ξέρουν πως δουλεύουμε στο νησί. Στο Λα Λούνα πετυχαίνω τον υπεύθυνό μου, καμιά φορά και το αφεντικό μου. Το αφεντικό ρωτάει "ποιος ανοίγει το πρωί;", η απάντηση είναι πάντα "εγώ". Αυτός κουνάει το κεφάλι σε στυλ "α, καλά", εγώ του λέω "κύριε πέτρο, όταν βγαίνω ξέρετε πως στη βάρδια είμαι κυρία", εκείνος μου σφίγγει το χέρι "αυτό στο δίνω", και αλλάζουν οι δρόμοι μας. Κι εγώ πάλι έχω δώσει λογαριασμό σ' έναν μαλάκα που με αγοράζει εφταήμερο εννιάωρο σχεδόν τσάμπα, λογαριασμό για το πώς θα την παλέψω μέχρι να επιστρέψω στο μαγαζάκι του. Ο υπεύθυνος, απ' την άλλη, μου λέει "τι ώρα είναι αυτή;", του απαντάω "έχω αϋπνίες ρε μαλάκα" και μετά θυμάμαι πως δεν μιλάμε έτσι στον υπεύθυνο -"συγγνώμη για το μαλάκα", "δεν πειράζει, έξω απ' τη δουλειά μίλα όπως γουστάρεις" μιλάνε τα δυτικά προάστια από μέσα του, του λέω "τζέρι, θα 'μαι κυρία αύριο" ξαναδίνω λογαριασμό εγώ, "λίγο προσοχή με το pda" λέει και τελειώνει η κουβέντα. 

Στο δρόμο για το Λα Λούνα, κατουράμε πίσω απ' το τειχάκι, περπάταμε δίπλα δίπλα με την Κορίνα και σηκώνουμε τα μάτια ψηλά πάνω απ' τον λόφο για να δούμε τι παίζει με τ'αστέρια.  

Τα μάτια μου στάζουν πάνω απ' το πληκτρολόγιο, κάτι μέσα μου φυσάει και δεν αφήνει τίποτα σε ησυχία, νιώθω πως οι πέτρες στην κοιλιά μου κουνιούνται κι όταν γυρίσω πίσω θα κοιτάζω αλλιώς. Καταπίνω χειμώνα και ξερνάω καλοκαίρι, κι αν με ρωτάς δεν ξέρω αν το εννοώ με την καλή την έννοια. Θέλω να βρέξω τα πόδια μου, κι όχι να μετράω τις μέρες αντίστροφα. Ακόμα χειρότερα, δεν θέλω να επιστρέψω κάπου που οι μέρες για το τέλος δεν θα 'χουν τελειωμό. Γιατί εδώ, παρά την κούραση, το άγχος, το ότι η Κυριακή είναι μακριά, το ξύπνημα εφτάμιση το πρωί, το 0-100 της καθημερινότητας, τα αγόρια που κανένα δεν μ' αρέσει πραγματικά, εδώ ξέρω πως είναι ένας λαβύρινθος με ημερομηνία λήξης. Ένα παιχνίδι του οποίου οι λύσεις είναι γραμμένες ανάποδα στο τέλος του τεύχους. Στην Αθήνα αυτό που έχουμε λέγεται ζωή, εντ δε σιτ ις σίριους. 

Στο Λα Λούνα πάω κουρασμένη, κοιτάζω γύρω μου, νιώθω την ανάγκη για να πιω ν'ανεβαίνει στη μύτη, στα χείλη και στα δάχτυλά μου: ξέρω την τελετουργία απ' έξω κι ανακατωτά, κι είμαι σε στέρηση. Φεύγω κουρασμένη, και κάπως χαρούμενη. Το να βλέπεις την ανατολή είναι συνήθως μια καλή αρχή, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δουλεύεις σε μία ώρα. 

Το μόνο πραγματικά σίγουρο είναι ένα: η Κορίνα μοιάζει με την θάλασσα. Μα για να το καταλάβετε, πρέπει να φάτε σοκολάτες μαζί της στις τρεισίμιση το βράδυ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου