Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

φτωχές, μισοτρελες μηχανουλες

χίλια εκατόν εβδομήντα δύο μετρημένα βήματα σε δεκατέσσερα μετρημένα πλακάκια, αν κάποιος ήθελε να μάθει πόσα πράγματα μπορεί να είναι η κόλαση, θα του έλεγα αυτό
ακόμα, ένα τετράγωνο δωμάτιο μ' ένα τετράγωνο κρεβάτι με κόκκινα σεντόνια σπουδαίας υφής
να θέλω να βάλω τα πόδια κάθετα στον τοίχο για να κατέβει το αίμα, αλλά το κεφάλι να μη δίνει σήμα
να κρυώνω στην εξωτερική στοιβάδα δέρματος, και να ζεσταίνομαι στο υπόλοιπο υπόγειο του σώματος
να πρέπει να καπνίσω, αλλά να έχω ξεχάσει τον κωλοκαπνό στο μαγαζί (φυσικά τον ξέχασες, πόσο νόμιζες ότι θα σ' άφηνες να καπνίζεις αυτή την ξεραμένη μαλακία)
το μόνο καλό είναι πως, αν οι συνηθισμένες βραδινές ανησυχίες μου περί ύπαρξης φαντασμάτων στο σπίτι αποβούν αληθινές, απόψε χέστηκα
το αίμα κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου, στάλες στο βρακί μου, στάλες στα κόκκινα σεντόνια σπουδαίας υφής, πάω να κατουρήσω και βγάζω αίμα, πάω να χέσω και βγάζω αίμα, το σώμα μου δεν είναι σίγουρο αν κρύωνει ή αν ζεσταίνεται, έχει μάθει όμως με μεγάλη σιγουρία να αναβλύζει τόνους ΤΟΝΟΥΣ αίματος
έτσι, αν θέλουμε να κάνουμε έναν απολογισμό, η ώρα είναι τέσσερις παρά, η μήτρα μου σύεται φτύνοντας ό,τι της είναι άχρηστο δίνοντάς μου κοιλιακές κράμπες που με αναγκάζουν να ξαπλώνω διπλωμένη, κλείνω τα μάτια και το μόνο που ακούω είναι την καρδιά να χτυπάει στο στρώμα ντουπ ΝΤΟΥΠ ντουπ ΝΤΟΥΠ ΝΤΟΥΠ ΝΤΟΥΠ αδύναμη να με νανουρήσει, αδύνατον να καταλάβω αν κρυώνω ή αν ζεσταίνομαι, χίλιες εκατόν εβδομήνα δύο φωνούλες μιλάνε όλες μαζί κι εγώ σκέφτομαι ότι αν αρχίσω να φωνάζω "σκασμός" στο άδειο σπίτι, τίποτα δεν θα πάει καλύτερα αναφορικά στο sanity της στιγμής, παίρνω τρεις βαλεριάνες, η καρδιά μου πετάει ως τον αστερισμό του ωρίωνα τρέχοντας τρέχοντας τρέχοντας, τα πόδια μου μουδιάζουν σιγά σιγά, αλλά το μυαλό μου δεν λέει να παραδοθεί, γιατί να παραδοθεί, έτσι αμαχητί θα παραδοθεί;
κι ύστερα πετάγομαι, το σώμα μου δεν ξέρει αν κρυώνει ή αν ζεσταίνεται, η καρδιά μου χτυπάει πάνω στο στρώμα, παίρνω δύο βαλεριάνες, πετάγομαι, χίλια εκατόν εβδομήντα δύο μετρημένα βήματα σε δεκατέσσερα μετρημένα πλακάκια για πρωινό, έτσι ξεκινάς μια καλή μέρα
τρέχεις μόνη στο χολ, βγάζεις μουγκρητά κι αγγίζεις τη μία ιδρωμένη παλάμη στην άλλη, κάθεσαι στον έναν άβολο καναπέ, κάθεσαι στον άλλο, φροντίζεις να μην ανοίξεις ποτέ τα στόρια κι αναρωτιέσαι πότε έγινες αυτός ο άνθρωπος, ξαπλώνεις με το κεφάλι κρεμασμένο και το αίμα ν' ανεβαίνει πάνω πάνω πάνω πάνω μέχρι να γεμίσεις αίμα να ξεχειλίσεις ν' αρχίσεις ν' αναβλύζεις απ' το στόμα και τ' αυτιά όχι μόνο απ' το μουνί και τα μαλλιά σου να γίνουν αίμα και το πρόσωπό σου να γίνει χίλια κομμάτια πίσω απ' το αίμα που θα εκτοξεύεται σ' όλες τις κατευθύνσεις
συνεχίζεις να περπατάς με το λερωμένο βρακί στο σπίτι, πάνω κάτω
το ίδιο έκανες και χθες
θα το ονόμαζε κανείς αυτό τελετουργία του καλοκαιριού
ναι, εσείς τι κάνατε το καλοκαίρι; ανάφη;;; *καγχάζεις δραματικά ΧΑ!* εγώ περπατούσα πάνω κάτω στο χολ του σπιτιού
μελατονίνη και κοκκινα σεντόνια σπουδαίας υφής που τα φόρεσα στο τετράγωνο κρεβάτι ως άλλη πηνελόπη, για να τα κοιτάω τώρα με σιχασια σκεφτομενη τους ανθρώπους που ιδρωσαν πανω πανω εν τη συναινέση μου, ανθρωπους για τους οποιους έλεγα την επόμενη μερα στο τηλέφωνο "πωπω δεν έφευγε με τίποτα"
ή αλλιως, κοκκινα σεντόνια σπουδαίας υφής για μελαχρινά μεσημέρια στο ημίφως του παραθύρου του τετραγωνου δωματίου, "παμε να ξαπλωσουμε;"
ενας καθηγητης στη σχολή έλεγε πως στο φαντασιακό γίνονται οι καλύτεροι φόνοι
πόσες φορές μ' έχω σκοτώσει στο μυαλό μου, ναι μάλιστα, κάθε μέρα μου κάνω κι από μια κηδεία
χθες ήταν η μέρα του χτυπάω-το-κεφάλι-μου-στο-κούφωμα-μέχρι-να-γίνει-το-κεφάλι-σαν-του-γέρου-στο-midsommar, στη σκηνή που πέφτουν απ' τους βράχους
αλλά γι' αυτό γίνονται στο φαντασιακό όλα αυτά, για να πεθαίνουμε και να σηκωνόμαστε για να ξαναπεθάνουμε όσες φορές θέλουμε, ενώ απ' έξω δείχνουμε να χτυπάμε καφέ ή να κάνουμε μπάνιο
το απόβραδο της δεκάτης τετάρτης αυγούστου, εν γνώσει του γεγονότος ότι είχαμε μείνει οι δυο μας στην αθήνα, και θέλοντας να γιορτάσουμε τη φάρσα αυτού του καλοκαιριού εκεί που οι άλλοι θα γιόρταζαν την παναγία, ο γιώργος πρότεινε για τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες να έχουμε το δικαίωμα να πούμε ό,τι θέλουμε χωρίς εξηγήσεις ή περίεργα βλέμματα
κι έτσι μου είπε για την κηδεία του
κι εγώ φρόντισα να του θυμήσω ότι δεν είναι και τόσο περίεργο κάποιος να σκέφτεται την κηδεία του
αλλά ξέρετε πώς πάνε αυτά, πριν κοιμηθούμε ψέλλισα "δεκαπενταύγουστος στην αθήνα", κι αυτή ήταν ούτως ή άλλως η μόνη δικαιολογία





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου